Ποιητική συλλογή «Ζυγός»
1. Έτσι που μέλλει…
Έτσι που μέλλει πάντα να γυρνάς
στα ξεφτισμένα χρώματα των δειλινών
για τις αλήθειες που σκορπίστηκαν ανείπωτες στη δύση
για τις αξίες που εξαργυρώθηκαν σε βιαστικές συναλλαγές
για τις τιμές που ξεπουλήθηκαν τα όνειρα…
έτσι που μέλλει πάντα ν΄ αγαπάς
δίχως αγάπη να γυρεύεις
ποια ψυχή να σε θέλει και να σε ποθεί ακόμα;
2. Αποχαιρετισμός
Ι
Αντικρίζω την ώρα της λησμονιάς
τις δάφνες τις πικρές του ψηλού σου βουνού αποχαιρετώντας
την απανεμιά των λημεριών στις παρυφές του λόφου
τις πέτρινες καμάρες μες στα πλαγιασμένα δέντρα
που σ΄ αγκάλιασα με το ρίγος απ΄ το ψιχάλισμα του δρόμου
εικόνα που εμπρός μου στάθηκες
χλωμή σκιά χαμόγελου παρθενικού
και άμαθου στην ευτυχία.
Αγγίζω την πέτρα που σαγήνεψες περσότερο
με του τρεμάμενου κορμιού την ταραχή
το άβολο προσκέφαλο μα τόσο αγαπημένο
στα χρόνια που πέρασαν λειψά από γνώση
με τις κρυφές στιγμές που φέρνανε χρώμα γιασεμιών
στη σκοτεινή κάμαρα
και μισανοίγανε το παράθυρο
δίπλα στη γλάστρα με τα τζαντζαμίνια
να μπαίνει ο αντίλαλος της θάλασσας
φωνή που ψιθυρίζει όνειρα.
Ποιος είναι όμως αυτός που πονά κι υποφέρει
και ποιος αυτός που πεθαίνει πίσω γυρνώντας;
Εγώ σε πόθησα πολύ σαν έμοιαζες της άνοιξης.
Μορφή να παίρνεις απ΄ τ΄ ουρανού το μούδιασμα θυμάμαι
πάνω απ΄ τις κορφές των πεύκων που πέρναγε το φως
κλεφτά μέσα απ΄ τα φύλλα και τα σύννεφα
και με χιλιάδες κλώνους να βγάζεις ανθούς
μες στους αέρηδες άγιο λιβάνι μοσχοβολώντας
μιας εκκλησιάς που λειτουργούσαν αθάνατοι αγγέλοι.
Έτσι σε είδα. Με την ψυχή σου να με παίρνει μακριά!
Εγώ σε πόθησα πολύ γι΄ αυτό σε ξέρω έτσι
κι όσο με τη δροσιά των χαραυγών ξεδίψασα τα χρόνια που καιγόταν
τόσο ποτέ εσύ δε μ΄ έμαθες!
ΙΙ
Θάρθει καιρός που τ΄ άρωμα σου και η μουσική
θα περπατήσουν τους νεκρούς που τώρα ανασταίνω
και θα εξακοντιστούν τότε στους ουρανούς
τ΄ αμίλητα όλα τα δικά μου λόγια
ίδια της θάλασσας βότσαλα τα ματωμένα άστρα
μιας νύχτας που έλαμπε ο ουρανός
δίχως κανένας να τον βλέπει
και που μόνο οι ακρογιαλιές και τα ψηλά βουνά
που μεγαλώνουν τους αετούς και τα ξεφτέρια
και που μόνο εγώ τον βλέπαμε.
Θάρθει καιρός καθώς θα κόβω απ΄ τον ίσκιο του κορμιού σου
που ένα παιδί θλιμμένο για σένα
μες στα μύχια της ψυχής μου θα κλαίει.
Θάναι καιρός που θα μας πονούν οι άνθρωποι
και τα σημάδια όλα στα κορμιά μας θα ματώνουν
μ΄ όλο το αίμα της καρδιάς μας να τρέχει
δίχως να μπορείς και δίχως να μπορώ
να κλείσουμε την πληγή μ΄ ένα ζεστό φιλί.
Θάναι καιρός που θα σ αγαπήσω κι άλλο
με τα μπουμπούκια της αυλής μας
να χύνουν τ΄ άρωμα τους σε πράσινα φύλλα
να πλημμυρίσουν οι κλώνοι τη νέα άνοιξη
που θάμαι μακριά σου.
Μακρινή μου αγαπημένη
εδώ στους σκοτεινούς ορίζοντες που τραγουδάω
κλείνουν οι πύλες του σύμπαντος και χθονεροί φύλακες
τέρατα ανθρωπόμορφα τις φυλάνε
να μη γυρίσω πίσω.
ΙΙΙ
Σε είδα λυπημένη κι απόψε μες στις λυγαριές
φιγούρα πένθιμη της σιωπής και δάκρυσα
θυμήθηκα το θρόισμα του δάσους και των μαλλιών σου
τ΄ άγγιγμα της βροχής στο νωπό σου μάγουλο και πόνεσα.
Ζεις και γυρνάς ακόμα μες στα πέλαγα
των καραβιών η πλώρη εσύ
πλάι στο κατάρτι το βλέμμα σου κλαμένο
πάνω στο κύμα με τ΄ αφρόψαρα να σπαρταράνε
και την καρδιά μου να βουτάει στα βαθιά.
Σ΄ είπα αγαπημένη κι απόψε στο τραγούδι μου
μητέρα φωτεινή της νοσταλγίας και σου φώναξα
ξύπνησα τις αγκαλιές σου και σε φίλησα
στον κρίνο της αυγής που ρόδιζε τα χείλη σου.
Με κουβαλάς ακόμα και σε κουβαλάω
πάνω στους δείχτες του ψηλού καμπαναριού εσύ
στο εικονοστάσι το γυαλί θαυματουργό της παναγιάς
δίπλα στο ιερό καντήλι αναμμένο
και η καρδιά μου να σημαίνει μακρινή καμπάνα!
3. Αφιέρωμα
Ι
Οι καλαμιές σταμάτησαν απόψε να χορεύουν
σαν γαλήνεψε ο βοριάς στην αγκαλιά σου
κι άστραψαν τ΄ άστρα ξαστερώνοντας
στον ουρανό της ψυχής σου τη νύχτα.
Η αύρα γονάτισε τον άνεμο
προτού οι τελευταίες στάλες της βροχής
αγγίξουν το χαμόγελο σου στη γη.
Το κύμα σίγασε στην παραλία
και χάθηκε στο αμμοχάλικο
αφήνοντας την αλμύρα του αφρού του
στη γεύση του φιλιού σου.
Στο βάθος η μισή σελήνη αναδύθηκε
πάνω απ΄ τις βουνοκορφές κοιμίζοντας τον κάμπο.
Το βελούδο της αφής σου απορροφούσε την οσμή
της καταιγίδας σαν την ανάσα της άγουρης άνοιξης
όπου μεθούσε μέσα στο ίδιο της το βαρέλι
τις αναθυμιάσεις του μούστου της.
Κι ήρθε -τότε- όλος ο χρόνος
συρρικνωμένο μνημείο της στιγμής
σμιλεύοντας στο σμαραγδένιο κρίνο των ματιών σου
τα πλευρά των αντίπερα πλαγιών
αποτύπωμα παντοτινό
μια παρουσία.
ΙΙ
Κάνε με να ξεχάσω το γέρμα του κορμιού σου.
Πίσω απ΄ τις καλαμιές φεύγει η νύχτα
τρυπούν τα βλέφαρα οι ανάσες της θάλασσας
και δίχως βολβούς στέκουν τ΄ αγάλματα
καθώς ροδίζει η ανατολή στ΄ άδεια τους μάτια.
Έχει η τροχιά του εσπερινού
τη μυρωδιά απ΄ το λείψανο της ηδονής
κι η φωτιά της λαμπαδιασμένης ανάσας
σκορπίζει πέρα από τους φράχτες
ως τους αντικρινούς λόφους που…βραδιάζει.
ΙΙΙ
Κλείσε τούτο το κομμάτι του χρόνου στην παλάμη σου.
Εδώ στέκεται η μοίρα που περιμένει από πάντα μαζί σου
αυτούς που θάρθουν κι εκείνους που φύγανε.
Εδώ για πάντα μαζί τους εσένα που έρχεσαι και θα διαβείς.
Σφίξε στη φούχτα σου τούτο τον καιρό
καιρός που δεν είναι για παρακάλια μήτε για θύμησες έφτασε.
Εδώ σημαίνει το κουδουνάκι της ζωής
πάνω στην παλάμη σου
δρόμο που βρίσκει και δρόμο π΄ αφήνει
φωτίζει ο χρόνος
με το λυχνάρι των ματιών σου.
Κράτησε τον!
4. Ευχή
Έτσι που μέλλει σε δύσκολους καιρούς ν΄ αγαπηθούμε
που διαφεντεύει η απονιά και πενθεί το χαμόγελο
με τα προδομένα χρόνια να θρηνούν
στα συντρίμμια των πόθων τα πάθη που φύγανε
λέω για μας:
Θα στρέψει κατ΄ αλλού την οργή ο καιρός
με τη νύχτα να έρχεται
η σιγαλιά θα σιμώσει τη μοναξιά μας
αλαφροπατώντας στις πευκοβελόνες
τη μόνη αγκαλιά που αγάπη μας θέλει
και την καρδιά μας.
Θα στοιχειωθούνε οι θάλασσες με τις γοργόνες
στεφανωμένες τον άνεμο κι εμάς καβαλάρηδες
σε τεράστια πλοκάμια χταποδιών
θ΄ αναστηθούνε θρύλοι παλιοί και θ΄ αγιάσουν
οι καλπασμοί των κυμάτων που μας κουβάλησαν.
Θα στρέψει το κεφάλι κατά σε ο θεός
ενώ θα κλείνεις τα μάτια σου στο φως
και στο μισό σκοτάδι θα σταθείς γυμνή στην άκρη
αθόρυβα δίπλα στους καταρράκτες που γκρεμίζονται οι λύπες.
Με το στερεμένο ποτάμι της φωτιάς να πλημμυρίζει
θα λάμψει μια φλόγα ψηλά στα ουράνια
εκεί στην τροχιά του ήλιου και των αστερισμών
κι εδώ σιμά στο συρμό της καρδιάς μας
απ΄ το χαμόγελο μιας ανεμώνης
να ρέει ο κόσμος.
Θα στοιχιθούνε τα φεγγάρια που χαθήκανε
νύχτα τη νύχτα
με τις προσταγές των ματιών θα βηματίσουν μπροστά
οι στιγμές
και θα κρατήσουν τον αυγερινό στην αγκαλιά τους
μια αιώνια αυγή που δε θα ξημερώνει.
΄Ετσι θέλω να βρεθούμε
αγκαλιασμένοι μέσα στο άπειρο της φωτιάς
πιασμένοι απ΄ το χέρι να διαβούμε πύρινες φλόγες
που θα στεγνώσουν το άρωμα της πασχαλιάς στα κορμιά μας
καθώς θα καίγονται τα φιλιά μας.
Έτσι θέλω ν΄ αγαπηθούμε
με το βοριά να δυναμώνει πέρα στον κάμπο
ουρανοστάλακτους ψαλμούς αγγέλων
καθώς θα θροούν οι αγκαλιές μας να δεθούνε
φοβεροί δρόμοι που θα μας οδηγούνε
εκεί που κανείς άλλος δεν περπάτησε την αγάπη.
Έτσι θέλω ν΄ αγαπηθούμε.
Σα μια μοναχική ανεμώνη στο βράχο του πέλαγους!
5. Καλωσόρισμα
Ι
Κι αν είναι ν΄ αστράψει το δόρυ στο ένα χέρι που κρατεί
καθώς έρχεται και στ΄ άλλο κρατεί την ασπίδα
καθώς σιμώνει με το πιο πλατύ χαμόγελο στα χείλη
η ευλογία των θεών και των ρόδων η σιγή
θέλει να φέρει και φέρνει το βήμα πίσω.
Σήμα που μας ακολουθεί και δεν προσπερνά
φύλλο του χειμώνα δεμένο στο κλαρί
αναστημένο του φθινόπωρου απομεινάρι
κάτω απ΄ το φέγγος του φεγγαριού μας οδηγεί
και στην ηχώ των κυμάτων
καθώς οι σκιές τριγυρίζουν έξω τριγύρω
και μέσα στην ψυχή μας.
Κι όπως αστράφτει το κέλυφος των οστράκων
που παραμονεύουν ψιθυριστά μισά στην άμμο
και μισά στο πέλαγος
πως το θέλει ο καιρός κι εγώ να σε καλωσορίσω.
Με πόση σιγή να σου μιλήσω
για να μη θρυμματίσω την αράχνη της ακοής σου
και πώς να διαβώ μέσα σου
δίχως να είμαι διαβάτης και περαστικός;
ΙΙ
Ευλογώ το χρόνο και δοξάζω τη συγκυρία
των στιγμών που λέμε μοίρα των ανθρώπων
φορές που ξεπεζεύει απ΄ τη γύρη των άστρων
σαν σήμερα που αναδεύει μέσα στο σμάλτο του φιλιού σου
αφή γλυκιά αφή δικιά σου αγαπημένη
και των κοραλλιών που μάζεψες καθώς στεκόσουν
χρόνια μπροστά στο περιγιάλι
με την πλατιά θάλασσα καταντίκρυ
και του ορίζοντα τα κυκλάμινα να πλέκονται
στ΄ αυτιά σου βοή αρμεγμένη απ΄ τον αχό
των καραβιών που ταξιδεύουν και φεύγουν
ακολουθώντας τους δρόμους του πέλαγους
στα μονοπάτια τ΄ ουρανού που αρμενίζει φορές – φορές
τ΄ ολόλευκο του άλογο ο ήλιος
και κοιμίζει το φεγγάρι στην αγκαλιά σου.
Αυτή η μοίρα δικιά σου και δικιά μου
σαν σήμερα που μας αγγίζει πάλι!
ΙΙΙ
Έτσι με ζύγωσε η πρώτη και του ήλιου σου αχτίδα
ατίθαση σαν την ανάμνηση που κουβαλούσε ο στοχασμός
μνήμης παλιάς κρυμμένης στα σπλάχνα του βράχου
που άραξες μια τέτοια νύχτα
νύχτα που φύτρωσε στην πέτρα που βρέχει
το ρηχό το κύμα κι άνθισε αμόλυντο λουλούδι -λευκό-
στην άλμη των αφρών του το γαλάζιο, το μενεξεδί
και τ΄ ασημένιο
κι όλα τα χρώματα που τους αλλάζει όψη ο χρόνος
μα που περνάει ακόμα η μπογιά τους.
Καθώς με ζύγωνε σου λέω η φωνή σου
καθώς ερχόσουν συλλογίστηκα:
Αν πρέπει ν΄ ακουμπήσω κάπου δεν είναι
τα συντρίμμια των βράχων μα στο δικό μου
το πιο μεγάλο το κομμάτι!
Έτσι που στάθηκα πάντα αντίκρυ στο πέλαγος πέλαγος
κόντρα στον άνεμο άνεμος
πάνω στο κύμα κύμα
έτσι δεν έγινα τίποτα παραπάνω από μένα κι από κείνα.
Έτσι σου είπα ότι δεν έγινα ποτέ λιμάνι
των τσακισμένων καραβιών που όντας στη δίνη των ανέμων
μοιάζουν κρωγμοί όπου ζητούν γαλήνη.
Εσύ με ρώτησε ποιος είμαι.
Αυτός είμαι σου είπα. Κι αυτός είμαι!
27/10/1991
6. Πάντα ταξιδεύω
Πάρε με, εξουθένωσε με, σκάψε τη σάρκα μου!
Πόθησε με, ξερίζωσε τους αναστεναγμούς μου
με τη φωτιά και την πύρινη ψυχή σου!
Κάνε με να νιώσω, να νοιαστώ, να βογκήξω!
Ταξιδεύω. Πάντα ταξιδεύω!
Έρχεσαι. Πάντα έρχεσαι!
Δόνησε με, λιώσε με, κόψε με
με τα κοφτερά σου νύχια, τα δόντια,
το μαχαίρι! Αφάνισε μου τους πόρους,
τα κύτταρα, τη ροή
με το αίμα και τη φλογισμένη σου καρδιά!
Ταξιδεύω. Πάντα ταξιδεύω!
Έρχεσαι. Πάντα έρχεσαι!
30/3/1992
7. Έρχεσαι
Έρχεσαι γεννημένη από τα μόρια του αέρα
με το λουλούδι, το πουλί, τη φλογέρα του τσοπάνη
ακριβό φιλί με το στόμα του ανοιξιάτικου κούκου
που συλλαβίζει την ομορφιά.
Έρχεσαι με το εσπερινό εμβατήριο της θάλασσας
ήχος χυμένος απ΄ την αγρύπνια της σιγαλιάς
στην πλώρη του καϊκιού με τα πόδια αφρισμένα
στο βαθύ γαλάζιο που τρεμουλιάζει.
Έρχεσαι απ΄ τ΄ απρόσιτα βάθη των ωκεανών
σοφία του ονείρου και του ωραίου έλξη
πρωτόγνωρος στοχαστικός μουσαφίρης
με το χαρούμενο καλησπέρισμα τ΄ απομεσήμερου.
Έρχεσαι πάντα όλες τις μέρες με την αυγή
στις αυλές, στα μπαλκόνια, στα ματόκλαδα
και ξεχειλίζεις την πλάση γλυκό άρωμα
μυστική ερωμένη των ποιητών και των φωνογράφων.
30/3/1992
8. Στον ελαιώνα
Πήρε το κύμα ακριβό το φιλί μου
τ΄ αστέρια γονάτισαν πίσω απ΄ τον ελαιώνα
κι ήταν τα μάτια σου παραδομένα
τρέμοντας στης ομορφιάς την παραζάλη.
Πήρε το σώμα σου ζωντανό το κορμί μου
τ΄ αγέρι σήκωσε πανιά στην αγκαλιά
με τη σβηστή φωνή σου μ΄ έφτασε η θάλασσα
μ΄ εκείνη τη λευκογάλανη ανατριχίλα.
Πάντα γυρνά τ΄ αγέρι, τ΄ αστέρι στο φιλί σου
το κύμα φέρνει δροσερό το λίκνο σου
και ξαναγονατίζει η θύμηση μέσα στον ελαιώνα.
Νοε-92
9. Μ΄ ένα λάγνο φιλί
Ι
Μ΄ ένα λάγνο φιλί ανάκρουσε μελωδικά η θάλασσα αβάσταχτη
με τόνους παρείσακτους και ρίγησε το καλοκαίρι
τα ταξίδια των μελτεμιών, οι ηλιόφωνοι άνεμοι
τ΄ αραγμένα κουπιά και τα κρεμασμένα πανιά
καταχθόνια σάλεψαν στο κύμα.
Η λατρεία που χρόνια πριν ασέλγητη στους αγρούς
της θλίψης μας περπάτησε γίνηκε στάχτη
μες στις φωτιές των κοραλλιών του εσπερινού.
Με την τριβή των κορμιών καταμεσήμερο
την τριβή των φιλιών κατακαλόκαιρο μια φωτογραφία
ακούραστη να κουβαλάει τη θάλασσα έγινε ο ουρανός
ένα τοπίο αδιάλλακτο το υπερήφανο στερέωμα.
Τόσο μεγαλόκαρδη, τόσο Αλεξανδρινή και τόσο
ανυποψίαστη
πικρή της λησμονιάς, πέρασε η μικρή της τριανταφυλλιάς
κόρη που είχε το χρώμα του μελιού σαν φόρτωνε
φιλιά τους κλώνους και μαράθηκε.
ΙΙ
Η Αμοργός, η Σίφνος, η Σαντορίνη είναι εκεί
αλαφροκοίμητες που μόλις σιμώσεις θα ξυπνήσουν
μες στους αφρούς θ΄ ανοίξουν αγκαλιές
και το άτοπο των ημερών θα νικηθεί.
Νίκη μεγάλη το ηλιοτρόπιο.
Σε κάποιο σέλλας θα λάμψει το γοργό αλέτρι
με το ζώο που το έσυρε θα προσκυνηθεί το χώμα
η ιστορία θα ξαναζήσει και θα υμνηθεί
μες στους χρυσούς της ατμούς η αμαρτία
όταν δίκαιος ο άρχοντας χρόνος
αποφασίσει πως έφτασε η ώρα της συγνώμης.
Χλωρή η παπαρούνα θα σηκώσει κεφάλι
καταπένταντι των τιμωρών και θα χυθεί στα λιβάδια
έμμηνη ροή των καιρών εξαγνίζοντας το αυλάκι
που περίμενε άκαρπο να βλαστήσει η αγάπη.
ΙΙΙ
Ο άχραντος μπούστος της Αριάδνης ξεγυμνώθηκε
με τα σήμαντρα που πάψανε κάτω απ΄ το πουκάμισο
του πάλι πρώτου ήλιου και μαύρισε
ο ουρανός της υπομονής.
Ηλιοκτόνοι πλέκουν οι θεοί των επτά καημών
στερνό ρούχο τη γύμνια του κόσμου.
Άρπαγες κλέψανε το δόρυ κι έμειναν αφρούρητες
οι πυραμίδες
έσκυψε η σφήγκα και προδόθηκε το φιλί
μες στα ματόκλαδα που ανατρίχιασαν την πλάση.
Μ΄ ένα λάγνο φιλί ανάκρουσε κι ερήμωσε η θάλασσα!
28/11/1992
10. Τροπική των μεγάλων ωκεανών
Δροσοστάλακτη με το ηλιοβασίλεμα των δρυμών σε πόθησα
στο γιορτινό σου λαγήνι τρεμοπαίζοντας η ψυχή μου
λυτρωμένη απ΄ την αρετή της νάρκης του δειλινού.
Το σάρκινο τάσι των χειλιών σου στολίζοντας φιλιά
ψηλάφισα το κορμί που το αμάραντο χέρι
της φευγαλέας μου νιότης έκοψε.
Η κορμοστασιά της οξιάς την άβυσσο σήκωσε
και τη σιωπή στη μεγάλη άρκτο τίναξε.
Ο ουρανός παραδομένος!
Τροπική των μεγάλων ωκεανών σείστηκε φωνή
και τρόμαξαν στον ύπνο τους τα κτήνη του πέλαγους.
Ορυχή ανοίχτηκε στο πυκνό σκοτάδι το μεσονύχτι
κι απ΄ τα σπλάχνα του πύρινες φλόγες
την οργή του έχυσαν και βάφτηκαν τα νυχτολούλουδα.
Δροσαπαλόμορφο το ηλιοχάραμα των δρυμών που σε πήρε.
21/12/1992
11. Νοσταλγία
Ήρθαν και φώλιασαν μες στην ψυχή μου
τα πουλιά που αποδήμησαν απ΄ το δικό σου χαμόγελο.
Στέκεις λυγερή κι ωραία
καθώς σ΄ απογυμνώνει ο πόθος μου κάτω απ΄ τ΄ άστρα
που μας φλόγισαν μια τέτοια νύχτα.
Είσαι ένα κομμάτι κεχριμπάρι σιωπηλό και πολύτιμο
απόψε που το ρολόι χτυπά κενές ώρες
και το μαγικό κριάρι μονάχο του τρέχει
τις θάλασσες να σου συνάξει τα λόγια μου.
29/3/1992
12. Απελευθέρωση
Ακούω στιγμές λευτερωμένες απ΄ τη δύναμη των καιρών
μες στην αρμονία των φύλλων που ανοίγουν
ατέρμονοι κύκλοι και με σεργιανάνε
με το άρωμα ενός γέλιου -χρώματα γιασεμιών
που παρασταίνει-
κι ενός ανέμου τη φωνή που με μαθαίνει
όσα δε μου έμαθαν ποτέ οι λυγερές αγκαλιές των κοριτσιών
και των όρμων οι μελαγχολικές νύχτες.
Ακούω την ανέμη του χρόνου να καταβαίνει βαθιά
στην πηγή των λησμονημένων πηγαδιών
την αγωνία των νερών που καραδοκούν έξοδο
και των χειλιών τη σκληρή πίκρα που μαλακώνει
μια λέξη γεννημένη ν΄ αγιάσει παλιές αμαρτίες
ανθισμένη εκεί που ένα φιλί οδηγεί το δρόμο
κι ακολουθεί η μύχια της ψυχής γιορτή
καθώς απλώνει και στεριώνει στην αγκαλιά
ζεστή την αγκαλιά της η ζωή.
Ακούω τον άνεμο. Τον ακούς;
Φωνές του μέλλοντος ριζωμένες σε χρόνους παλιούς φέρνουν
οι γογγυσμοί των τειχών καθώς γκρεμίζονται
τα όρια του σύμπαντος
κι οι μελωδίες της φθοράς γερασμένων κάστρων που πέφτουν
θρηνούν τις φυλακές που αντιλαλούσαν τα βήματα σου
για να υπάρχουν.
Κοίτα τον άνεμο. Εδώ στους μαντρωμένους αυλόγυρους
σφυρίζει η αύρα των λουλουδιασμένων κάμπων
εδώ στις ρημαγμένες μνήμες σαλπίζει το κύμα
των υπερήφανων θαλασσών που σε φωνάζουν
σε κόσμους γαλάζιους να λικνίσεις τον ιερό σου πόθο
καθώς η τρικυμία θεριεύει κι η γαλήνη δεν είναι τόπος
να στέκει ατίθασο άλογο που ξέρει
την ομορφιά των απόκρημνων βράχων
και το πάτημα των λεύτερων τόπων
τόσο που άλλος δεν ξέρει και δεν ένιωσε ποτέ.
Μιλάω στον άνεμο αγάπη μου. Μίλα μου!
Εδώ καταμεσής του κόσμου τούτου βρεθήκαμε
φορτωμένοι τη μισή ζωή και τον πόνο ολόκληρο
των ανθρώπων
χαραγμένο στο φως φωτεινών ήλιων που κάηκαν
και σεμνών φεγγαριών που φωτίζουν παλιές εικόνες
των αγίων που λατρέψαμε και μας λάτρεψαν.
Εδώ καταμεσής του κόσμου τούτου που βρεθήκαμε
εδώ σ΄ αγαπώ! Εδώ σ΄ αγαπώ και στους ανέμους!
13. Ποτέ ξανά
Δε θα βρεθούμε ποτέ ξανά.
Κουδουνάκια του Μάρτη οι κυανοκίτρινες πεταλούδες
θα ξεγελούν την άνοιξη.
Στα πόδια της βελανιδιάς
άδικα θα καρτερεί η νοσταλγία.
Για τα κρυμμένα φυλαχτά
θα φιληθούνε άλλες αγάπες
στα πράσινα λιβάδια.
Ποτέ μαζί. Νικήθηκε η λαχτάρα μας
για κείνα τ΄ απόμακρα σώματα της απουσίας.
6/9/1992
14. Φορά της νιότης
Ι
Φορά της νιότης, αργυρά χείλη, σώμα φιλιού
δύναμη που μάχεται να απελευθερωθεί η αγάπη μας
για να ξαναγαπήσει!
Απελπισμένη αγάπη και πάντα φλογερή· πλασμένη
να μας υποδέχεται στις ηδονές της!
Έρωτα τρωτέ που μας μοιράζεις
εμείς μαζί μες στις φωνές των αφρισμένων κυμάτων
ακοίμητο μελίσσι τρυγήσαμε το δικό σου κήπο.
Έρωτα τρωτέ που μας μοιράζεις, απελπισμένη αγάπη
εμείς για σένα φιληθήκαμε τη μαγεμένη νύχτα
που ψιθύριζες λόγια γλυκά σαν τα μυστικά
της ανθισμένης κερασιάς στη στύση της άνοιξης
και μελώθηκε η αγκαλιά!
Έρωτα τρωτέ πες πως μας νίκησες.
Εμείς ξανά σ΄ άλλη αγκαλιά και σ΄ άλλα χείλη
φορά της νιότης, σώμα φιλιού η αγάπη μας!
II
Έτσι η αγάπη σ΄ έκανε δική μου.
Έπεφτε βαριά η σιωπή των βλεφάρων πάνω
στης ερημιάς τις συμπληγάδες
ξεγυμνωμένοι οι αναστεναγμοί μου κι εσύ
ολόγυμνη μες στης νυχτιάς τη μοναχική πίστη
κάτω απ΄ τ΄ άγρυπνα φεγγάρια του έρωτα που σ΄ έφερε!
Άνεμοι σκύψανε φιλιά στο κορμί σου
πήρε η αγκαλιά μου τους αναστεναγμούς σου
και το τραγούδι άνθισε τους ουρανούς
να πετάξει η ψυχή μας.
Έτσι η αγάπη μ΄ έκανε δικό σου.
Πετούσε ψηλά η φωνή των φιλιών πάνω
απ΄ της αγκαλιάς την ανατριχίλα
πυρωμένοι οι αναστεναγμοί σου κι εγώ
πυρακτωμένος στη μοναδική τύχη την καλή
με τ΄ άγρυπνα φτερά του έρωτα που με πήρες!
Άνεμοι σκύψανε φιλιά στο κορμί μου
πήρε η αγκαλιά σου τους αναστεναγμούς μου
και το τραγούδι άνθισε τους ουρανούς
να πετάξει η ψυχή μας!
III
Δε θα ξεχάσω ποτέ τα γλυκά σου φιλιά
το ζεστό σου κορμί και το χέρι το ευλογημένο
που με κρατούσε.
Αγάπη καμιά δε μπορεί να σταθεί
πιο δυνατή απ΄ τη δική σου .Τις νύχτες κρυφά
στα δικά σου μαλλιά θα κρεμώ τα φιλιά μου
στο δικό κορμί θα ξεχνώ το κορμί μου
κι η αγάπη αυτή πάντα πιο δυνατή θα με φέρνει ξανά
στη δική σου αγκαλιά κι ας μην είναι δική μου.
Δε θα ξεχάσεις ποτέ την τρυφερή μου αγκαλιά
το καυτό μου κορμί και τα χείλη τ΄ αγαπημένα
που σε φιλούσαν.
Αγάπη καμιά δε μπορεί να βρεθεί
πιο δυνατή απ΄ τη δική μου. Το βράδυ κρυφά
στα δικά μου τα χείλη θα ζητάς τα φιλιά
το δικό μου κορμί θα ζητά το κορμί σου
κι η αγάπη αυτή πάντα πιο δυνατή θα σε φέρνει ξανά
στη δική μου αγκαλιά κι ας μην είναι δική σου!
VI
Φορά της νιότης, αργυρά χείλη, σώμα φιλιού
δύναμη που μάχεται να ελευθερωθεί η αγάπη μας
για να ξαναγαπήσει!
Απελπισμένη αγάπη και πάντα φλογερή· πλασμένη
να μας υποδέχεται στις ηδονές μας!
11/11/1992
Σ΄ άκουσα να κλαις πολλές φορές στην αγκαλιά μου
με τις μικρές αστροφεγγιές και τα λειψά φεγγάρια
να βγαίνουν απ΄ το κορμί σου
αγγίζοντας τη στάχτη τους
στο αριστερό μου στήθος.
Έπειτα ξέχναγες γρήγορα…
φορούσες το κορμί της ηλικίας των ηδονών
τα χάδια τα ξέπλεκα μαλλιά
το δέρμα τ΄ απαλό
και των υγρών ακροδαχτύλων την ικέτιδα φωνή
της αμαρτίας.
Κάποτε έκλαψα κι εγώ. Την τελευταία νύχτα
με το φεγγάρι ολόγιομο
και με το δάκρυ των ματιών σου στερεμένο.
5/9/1992
16. Νικηθήκαμε
Μας κράτησε στ΄ ουρανού τους δείχτες
ψιλή βροχή και γκρίζος ήλιος.
Ήθελες την άνοιξη με τα πουλιά
και τ΄ απλωμένο σεντόνι του Μαγιού λιόχρωμο
να σου μοσχοβολά πανμέθυστα.
Ύστερα στο δρόμο του βοριά που τράβηξες
σ΄ έμαθε τις κρύες νύχτες
με τα κρυμμένα όνειρα να παραφυλάνε
ξεχασμένοι φάροι.
Κάποτε μ΄ αγάπησες γιατί δεν άντεξες
να φεύγουν οι ώρες δίχως ένα δικό σου ρολόι
να καταγράφει το χρόνο.
Κάποτε με πόνεσες γιατί δε μπόρεσες
να ξεχάσεις τον καιρό γραμμένο
στο ρολόι που δεν ήθελε να σωπάσει.
Πάντα ένα χαμόγελο συγκατάνευε
αλλά δε σίμωνε!
Έτσι νικηθήκαμε. Καμιά μας λέξη δεν προστάζει
πια τίποτα κι όλα τ΄ απολιθωμένα λόγια
κέρινα τοπία μιας αναπάντεχης μοναξιάς
κρατούν με κόπο μια μνήμη…
7-3/6-9-93
17. Αμοιβαία υπόσχεση
Όταν μπορείς να με γεύεσαι θα σε κάθομαι
πάνω στο κύμα και θα σε ταξιδεύω στα όνειρα.
Όταν μπορείς να με θέλεις θα σ΄ ανθίζω στο χώμα
και θα σε κόβω ολόφρεσκο τριαντάφυλλο.
Όταν μπορείς να με νιώθεις θα σε μεθάω
στον αμπελώνα
και θα σε πίνω γλυκό κρασί.
Μικρή της άνοιξης με το δικό σου τραγούδι
συνάντησα το Μάη στην ακροθαλασσιά την ώρα
που σβήνανε τ΄ αστέρια κι έβγαινε ο ήλιος
απ΄ το κορμί σου.
Όταν μπορώ να σε θυμάμαι να με κάθεσαι
πάνω στο κύμα και να με ταξιδεύεις στα νησιά…
Μάης 1993
18. Μαρτυρία
Με τ΄ ακριβό των χειλιών το μέλι
φόρτωσε ο πόθος τη νυχτιά
κι η μοναχική λεύκα φυλλοβόλησε
λευτερωμένη απ΄ τον κρυφό καημό
μέσα στα στήθη της λαχτάρας.
Κι ήταν πάνω στο στερέωμα
δυό λαμπερά άστρα μάρτυρες
καρφώνοντας τους αναστεναγμούς.
13/4/1993
19. Υπόσχεση τ΄ αποσπερίτη
Κοιμάμαι κι η καρδιά μου σε γυρεύει.
Υπόσχεση τ΄ αποσπερίτη στα χνώτα του καλοκαιριού
στις μυστικές σπηλιές τ΄ Αυγούστου
φτάνοντας ο ανασασμός με το λαχάνιασμα
στη γκρίζα άκρη της μέρας χαροπάλευε
να γίνει ένα με το θαμπό κορμί της ακροθαλασσιάς.
Αγάπη κρυμμένη στη γυναικεία αγκαλιά
μες στο μικρό το δάσος τρυγώντας την ψυχή μου
με κοίταζες στα μάτια με τις άκρες των χειλιών σου
στολισμένη απ΄ τον πόθο καθώς σχολούσαν
τα μελίσσια
κι έσταζε ο ανθός μέσα στα στόματα γλυκό απόβραδο.
Ονειρεύομαι την καρδιά μου μαγεμένη
μες στο μικρό το δάσος να τρυγάει το φιλί σου
καθώς σχολούσαν τα μελίσσια κι έπεφτε η νύχτα
να κοιμηθεί με το κορμί σου.
24/4/1993
20. Ενθουσιασμένος
Χυμένος απ΄ το άπειρο των μαύρων σου ματιών
ξέστηθος καστανός άνεμος
καλπάζω τις απόκρυφες σου κορυφές.
Γιορτή του μελισσιού η σβελτάδα τ΄ αγριμιού
στο ρίγος του φιλιού
δωρισμένη απ΄ τη φωτιά της φλογερής σου ουσίας
πόθια κόρη
στου έρωτα σου τις ώρες ακολουθώ
μετρώντας το λυτρωτικό σου χέρι
το εξαγγελτικό.
Αθήνα 10-1-92
21. Αγνή
Βγαίνει λευκή απ΄ του κυμάτου τη θωριά
ολόλευκη γυρνά στη θάλασσα
με της αυγής τα σύννεφα.
Κορμιά που υποταχτήκατε στην αστροφεγγιά
κοιτάχτε τι γλυκιά που είναι η αγάπη μου
κορμιά του δάσους και του πελάγου
κι εσύ ουρανέ όπου την είδατε
να μπαίνει στου κυμάτου την ασπράδα
λευκότερη καθώς γυρνούσε στη θάλασσα
από την αγκαλιά μου.
4/5/1993
22. Επίμονη επιστροφή
Μια θύμηση νοσταλγική όπου ξαναγυρίζει
ένα νοτισμένο βλέφαρο μες στην πρωινή ομίχλη
μια καμπύλη ανταύγεια πίσω απ΄ το ανέβασμα
του βουνού
βαστώντας την αλλοτινή φρεσκάδα του ροδιού
με την πορφυρή της φορεσιά κάτω απ΄ τους
γυμνούς ώμους
και χύνεται στο βαθύ γαλάζιο…
17/4/1993
23. Έρωτας του Νείλου
Σάλευε γυμνή μισή στο νερό και μισή στην παλάμη του Νείλου
όταν την πρωτόδα χρόνια πριν σ΄ ένα μακρινό ταξίδι
κι ασήμιζε όπως η σμέρνα ξενερωμένη
δυό μάτια όλο σαγήνη κι ένα λεπτό κορμί σφαδάζοντας στη φεγγοβολή.
Από τότε πάντα έρχεται κοντά μου
πότε με την αποθυμιά του νερού
και πότε με τον έρωτα του Νείλου.
Έτσι την κρατώ ακόμα
ανάσκελα στην άμμο του καλοκαιριού
βυθίζοντας στις θίνες τους βογκηγμούς της
με τα πρωτοβρόχια που γίνονται λευκόκρινα
και μοσχοβολάνε το βαθύ ανεξίτηλο άρωμα
ενός δέλτα...
24/5/1993
24. Κρυφός φόβος
Φοβάμαι τούτο το ιαμβικό εσπερινό θα χαθεί
η θλίψη θα μείνει παρήγορη της ακροθαλασσιάς
με το δελφίνι που σχίζει το κρύσταλλο νερό
κρυφή ανάμνηση.
Φοβάμαι τούτο το μαγικό δειλινό πως θα φύγει
τόσο χρώμα ζεστό δε θα ξαναβρεί το καλοκαίρι
κι η ανάσα του μπάτη γλυκά θα ξεχαστεί
σε μια θάλασσα γεμάτη από θύμηση.
24/5/1993
25. Απάντηση
Όνειρο του Οκτώβρη
η νύχτα, ο άνεμος, η θάλασσα, η βροχή,
το φεγγάρι χρυσό στα μαλλιά της κι οι δρόμοι
του πέλαγους να καθρεφτίζονται τα μάτια της.
Η παγωνιά τρεμάμενη σύντροφος της μοναξιάς
λύγισε σαν ήρθε εκείνος που ξεπέζεψε
απ΄ τη δίνη των χρόνων και βημάτισε αριστερά
αυτός που είχε φέρει τη ζωή του μέχρι εκεί
ακολουθώντας το μονοπάτι της σιωπής
σημάδι πως ένα ερημωμένο δάσος στην καρδιά
του χειμώνα
με τον άνεμο πάντα να το δέρνει
θα ήταν όλη κι όλη η ανταμοιβή του.
Εκείνη φερμένη απ΄ τις αναλαμπές της σιγαλιάς
-σταγόνα της βροχής;-
τον ράπισε κατά πρόσωπο.
Κορμιά λησμονημένα που νίκησαν την παγωνιά
καθώς μοιράστηκαν την αγκαλιά τους
που έγινε φωτιά να λάμψει η νύχτα.
Απόκριση του Οκτώβρη
στη νύχτα, στον άνεμο, τη θάλασσα, τη βροχή,
στο φεγγάρι, στα χρυσά της μαλλιά και τους δρόμους
του πέλαγους…
ψίθυροι απ΄ τα όνειρα μας…
26. Όλη μου η αγάπη
Όλη μου η αγάπη κοντά σου βυθίζει.
Το άστρο που δεν έγραφε την αλήθεια διάβασα
όταν γαλάνιζε ο ουρανός τα λευκά σου φτερά
στον ήλιο που μου στάθηκε κήρυκας.
Τώρα στου καμένου φωτός ακουμπώ τη γαλήνη.
Όλη μου η αγάπη κοντά σου γυρίζει
με το άστρο που δε γράφει την αλήθεια
μα δεν είναι ψεύτικο!
28/2/1993
27. Στερνό αντίο
Ήσουν στο διάφανο δίχτυ του δειλινού το χρώμα
το νούφαρο πάνω στην παλάμη του νερού
στο κοχύλι η φωνή της θάλασσας. Δε θα χαθούμε.
Πρώτο φιλί, γλυκέ καημέ, καλό ταξίδι.
Στο αντιφέγγισμα της φωτιάς στο νότο του λόφου
το κλειδί των χειλιών σου ξεκλείδωσε το χρόνο
ενός άστρου την ευχή φιλόξενη που μας κρατεί.
Ήσουν στην πνοή της βραδινής αύρας το χάδι
στο αντανάκλασμα της δροσιάς το κύμα.
Θάσαι μέσα στα πράγματα που αγγίζω
πρώτο φιλί, γλυκέ καημέ, δε θα χαθούμε.
24/7/1993
28. Σαγήνη
Μ΄ ένα φιλί νοσταλγικό στ΄ ανέγγιχτα χείλη
κράτα κρυφό το μυστικό σου σκίρτημα
μες στ΄ απόγευμα με πολύ ουρανό και πεύκα ψηλά
που τη θέλησες σαν το ακριβό κρασί να ξεδιψάσει
ο πόθος κι άπλωσε η καρδιά σου γοργοφτέρουγη
τα φτερά της πάνω απ΄ τη θάλασσα.
Σώμα ψυχής μ΄ ένα χαμήλωμα στα μάτια
που σου έσταξε βαθιά το θέλγητρο της
μια παρουσία προσωπική και μελιστάλακτη
κάτω απ΄ το θρόισμα του Ιουλιάτικου πέπλου της
καθώς φυσούσε ο βοριάς και το σαγήνευε.
23/7/1993
29. Πληγή της αστροφεγγιάς
Αντανάκλαση μακρινής ηλιαχτίδας ανέλπιδη
ξεπέφτει στην ακολασία μιας σάρκας Εκάβης
η πληγή της αστροφεγγιάς μες στην ήβη της ψυχής
π΄ ακούμπησε με δάχτυλα κρύα ο στοχασμός.
Λάτρεψες και λατρεύτηκες ώσπου σβήστηκε
ο ουρανός.
Υπεροχή νέας μορφής που θέλησες ήταν
τ΄ άλλα χέρια δίχως σχήμα μα με τις παλάμες ζεστές
στων ερώτων το κρυφτό πίσω απ΄ το μισοσκόταδο.
Είχε φωτιές και μικρές λίμνες
από δάκρυα τούτο το τοπίο και της έκστασης
την απατηλή φωνή χαμηλή που σ΄ άγγιξε
πάνω στο χώμα που ξάπλωσες λεηλατημένη
στάχυ μιας σποράς που δεν καρποφόρησε.
Αθήνα 7-9-93
30. Λατρεία
Θα σε ξανάβρω μια τέτοια νύχτα
με κανέναν απ΄ τους ουρανούς θυμωμένους
που το απαλό το κύμα προβατίζοντας
σγουρούς λάμπους
υπηρέτησε υποταχτικά το φιλί σου
με το άστρο χέρι από γλυκύτατο χάδι που έφεγγε
καθώς περνούσες μες στη χρυσή πάχνη
κι άναβε σαν κορομηλιά το λίκνισμα του πελάγου
εσύ σε μια διάσταση ενός χρόνου παντοτινού
και το μικρό υδροκέφαλο φεγγάρι ένα νόμισμα
εξαγοράζοντας την αστρική σιγή των ανέμων
να σου φυσήξει το κάλλος -όπως το ακίδι
απ΄ την κόρη του ματιού- κι άνοιγε ο κόσμος
τα βλέφαρα ορθάνοιχτα στους νοηγούς
που σε οδηγούσαν πεντάμορφη·
κι εγώ στην υπέρτατη υπόσταση του εαυτού μου
εξαϋλωμένος μες στο χρίσμα το επουράνιο
να υποθηκεύω την ευθύνη της λατρείας σου;
Χαρηέστατη θάλασσα παντοτινή και γαλήνια
θα δεχτείς πάλι τους αναστεναγμούς μου ρωτώντας
αν αγάπη αγάπη μου είναι η αγκαλιά σου
εδώ που ο τόπος όλος ταπείνευε για να χειμαδεύσει
το θείο που ήσουν κι η φλόγα να ενθρονίσει
τη σκιερή φορεσιά του μυθικού αργοναύτη
στο εφηβαίο χνούδο μιας ηλικίας παντοκρατόρισσας;
Θα σε ξανάβρω μια τέτοια νύχτα, νέα Αριάδνη;
22/7/1993
31. Μόνο μαζί
Θ΄ αναθαρρήσει την άλλη αυγή η δροσιά
τα ξεραμένα χείλη της αγάπης μας
μα το λουλούδι αυτό θερισμένο σαν το στάχυ
καταγής δε θα μυρίσει ποτέ ξανά το ίδιο.
Άσε τα φιλιά που σ΄ έκαψαν να ξεχαστούν
κι εμένα που δεν ξέρω να σιωπώ τον έρωτα
στ΄ ακρογιάλι γιατί εγώ την αγάπη τη θέλω
σαν τη θάλασσα ανοιχτή κι απέραντη
μ΄ όλο καιρούς στα μεγαλόπρεπα πλάτη της
βαθιά να βουτάω στα νερά της και να βγαίνω μακριά.
Άσε τα λόγια που άνθισαν να μαραθούν
κι εμένα που δε θέλω την αγάπη μοναχική
να μιλώ τη λατρεία εγώ που την ξέρω σαν ουρανό
δυνατή κι αδάμαστη μ΄ όλο θεούς
στην ανθόσπαρτη ράχη της κι αληθινή
που τη νιώθεις βαθιά και που καίγεσαι.
Μόνο μαζί και κανένας μετά δε θα βρεθεί
στο ίδιο αγέρι της αγάπης μας
γιατί μια είναι η στιγμή
και την κόβει μοναχά ένα χέρι!
21/8/1993
32. Ηλιοβασίλεμα
Ο δρόμος μέσα απ΄ τα ψηλά κυπαρίσσια
το ξάγναντο φορτωμένο αναλαμπές της θάλασσας
το ηλιοβασίλεμα αναμμένο στο βλέμμα σου
κι ο χτύπος απαλός της καρδιάς που οδηγεί το χρόνο.
Θα φιλήσω το στόμα σου γεμάτο κεράσια
ώσπου τ΄ άστρα να χαθούν θα καμαρώσω
το κορμί σου γερμένο στην ήρεμη ράχη του λόφου
σαν το ζαρκάδι γονατισμένο στην όχθη του ποταμού
και θα κλείσω την αύρα σου μέσα βαθιά μου.
Εδώ που μας κοιτάζει ο εσπερινός θα χαράξω
πάνω στην πέτρα τη σιωπή και την ανάσα σου!
24/8/1993
33. Εσύ γυναίκα
Εσύ γυναίκα που σου πάει της θάλασσας το απατηλό
όσο σε αρμένισα τόσο ποτέ δε στάθηκες δική μου.
Στον αφρό πάνω τα μαλλιά σου ανέμισαν
χαίτη αλόγου σε ξέφρενο καλπασμό
και ριγούσες βαθιά σαν έφτανες στα βράχια
ξεθυμαίνοντας το λυσσαλέο σιρόκο.
Εσύ γυναίκα που σου πάει του έρωτα η αρματωσιά
όσο νοστάλγησα την αγκαλιά της μάνας μου
άλλο τόσο αποζητώ το φιλί σου.
Τα καυτά σου χείλη γράφοντας καημούς
τώρα γυναίκα με τ΄ αδιάβαστα μάτια
λάγνα αν ήταν ή φαρμακωμένα δε θυμάμαι.
Εσύ γυναίκα βουερό της θάλασσας κοχύλι.
4/5/1993
34. Για σένα
Έρωτα της ψυχής μου διατρυπώντας
τη μεγάλη νύχτα
για χάρη σου πασχίζω να ξημερωθώ στην αυγή σου.
Όχι, δε γράφω για καμιά γυναίκα.
Δριμύ το φιλί μιας σελήνης κράτησε κάποτε
τα φτερά μου φυλακισμένα στο λυκόφως της αγάπης.
Πέσανε αστέρια από τότε ματωμένοι οι στίχοι μου
κι ήρθε η νηνεμία των φωνών και ξεχάστηκαν
τα χρυσά της φιλιά.
Έρωτα της καρδιάς μου τινάζοντας τη γκρίζα βροχή
αρμενίζω για τη δική σου γη.
Να μου ξανασταθεί ο ουρανός να με ξαναγαπήσει
η θάλασσα
τα ταξιδιάρικα πουλιά να ξαναμοιραστούνε
τα φτερά μου
τα νυχτολούλουδα να με ξαναγκαλιάσουν.
Ο έρωτας μου στα σπλάχνα της νιόβγαλτης κάμπιας
πάντα από λουλούδι σε λουλούδι πεταλουδίζει.
Ο έρωτας μου καλπάζει στις γιορτές των τσιγγάνων!
Ο έρωτας μου ξενυχτάει στις φωτιές των μαλαμάτων!
Έρωτας που καλπάζει, που ξενυχτάει, που πολεμάει,
έρωτας της σιωπής, έρωτας της φωνής,
έρωτας της ζωής,
έρωτας των πουλιών και των λευκόκρινων!
Έρωτας! Έρωτας! Έρωτας η αγάπη μου!
Για σας τραγουδώ στερνοί μου αποσπερίτες
για το κάλλος σας π΄ ανοίγει ήλιους
στο χειμωνιάτικο παράθυρο.
Για τ΄ αφρισμένα φιλιά της ατίθασης χαίτης σου
-που με ντύνουν- υπερήφανο άλογο.
Για σένα αστέρι των στεναγμών μου!
Έρωτας που καλπάζει, που ξενυχτάει,
που πολεμάει
η αγάπη μου!
Όχι, δεν τραγουδάω για καμιάς γυναίκας
το μελένιο κορμί. Μια άλλη σελήνη απόψε με μαγεύει!
14/11/199
35. Ερήμην
Οι μέρες μου στέκουνε ερήμην σου έρωτα
και τ΄ άγραφα που έχω να σου πω τελειωμένα.
Έγινε η ψυχή μου ένα κομμάτι πλαστικής ευτυχίας.
Οι νύχτες φεύγουνε σαν μελωδοί άγρυπνοι
κι έχω ακουστά ένα σωρό τραγούδια
καθώς ξεφτίζουνε τα όνειρα και υπάρχω.
Όλη μου τη ζωή παρακαλούσα το θέλημα σου
σαν ταυρομάχος στην αρένα καρτερώντας
απ΄ του βοδιού το κέρατο προοπτική θανάτου.
Τα χρόνια που σ΄ έζησα ανύποπτα γυρίζουν
καθώς σιμώνουν κρύες νύχτες
κι αλόγιστα πάλι μου θυμίζουν
κείνα τα μάτια που δε βρήκα …μα δε σε πρόδωσα.
Η ζωή μου κλείνει ερήμην σου έρωτα
μ΄ ότι αγάπησα να μη μου ανήκει
κι ότι μ΄ αγάπησε να με πληγώνει...
Πάτρα 15-10-94
36. Χωρίς τίτλο
Έγραψα και ξανάγραψα τους ίδιους στίχους
δίχως καμιά φωνή να βγαίνει από μέσα μου.
Κάποτε θα τους διαβάσεις και θα πεις:
–Τίποτα δεν είχε να μας δώσει αυτός ο άνθρωπος!
Αλλά τα μάτια όταν τα βουρκώνει η αγωνία
τα χέρια όταν τα κρατεί η μοναξιά
το πόδια όταν τα βαραίνει το άδικο
την καρδιά όταν την πνίγει το αίμα…
ποιος τα λογαριάζει!
Έσβησα και ξανάσβησα τους ίδιους στίχους
μ΄ όλες τις φωνές να ξεχειλίζουν από μέσα μου.
Κάποτε θα σωπάσεις και θα σκεφτείς:
–Τίποτα δεν είχε να μας δώσει αυτός ο άνθρωπος
αλλά κι εμείς…εμείς τι του δώσαμε;
9/9/1992