Ποιητική συλλογή «Εδίθ»

 
 

Τ Ο Υ Τ Ο Σ     Ο     Κ Ο Σ Μ Ο Σ

 

α΄

 

Ήχο και φως -είπε- η λάμψη αθώρητη

σαλπιγγική της φωτιάς μοίρα του ήλιου το πρόσωπο

ά β α τ η  σάρκα τον ίσχαιμο νου με τη ρομφαία

και το αίμα πορφυρό στους αιώνες έτρεξε!

 

ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΚΟΣΜΟΣ

 

γενιά των από πάντα άστρων και του άφαντου βυθού

μελλούμενος του θανάτου και μάταιος

ο καιρός της προσμονής -που ήρθε- έστρεψε

κατ΄ αλλού την αγάπη και κατ΄ αλλού το μίσος.

Αυτή η γη κι αυτή η θάλασσα -πάντα- να μέλλει!

 

Κρωγμοί σείοντας σχήματα των ουρανών

κι η κόρη δίσεκτος του μέλλοντος

τη δυσγενεσία μου αποκάλυψαν και

 

τη μύχια φωνή της ντροπής του ανθρώπου αυτού

που μου έμελλε και δεν τον απαρνήθηκα.

 

ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΚΟΣΜΟΣ

 

ο προπάντων της ψευτιάς και του πένθους

αρνούμενος τη ζωή και χλευαστικός

κι ο καιρός της προσμονής πέρασε

άλλος την αγάπη λατρεύοντας κι άλλος το μίσος.

 

Αυτή η   α λ ή θ ε ι α  πάντα πικρή έμελλε!

 

Φωνή κραδαίνοντας στην έσχατη πλάνη

και το νου το σκοτεινό

γοερά το βρέφος -κλαίω- που αναζήτησα

και το φως αίμα πορφυρό στους αιώνες!

 

Αυτή τη  ζ ω ή  και το  θ ά ν α τ ο !

 

β΄

 

Με τετράκοπο άνεμο πλεύρισε την καρδιά μου  φ ω ς

που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

Πηγή της ανατολής με το στόμα ακόμα γλυφό

του βορρά ύστερα συντροφικό Άστρο

Νησί του νοτιά που με γέννησε

και Μάτι από πάντα δακρυσμένο της δύσης.

 

Κοιτάζω το άγνωστο και πλανάται η ψυχή μου

απ΄ το Ιόνιο με το αεράκι και το απαλό το κύμα

ταξιδεύοντας τα πέρατα.

Αγγίζω την ηλιαχτίδα κι ημερεύω τα ζώα που υπηρετώ

μέσα μου της φωτιάς το πρόσωπο σίδερο και μπαρούτι

μοιρασμένο στην όρθια φωνή που δρασκελίζει τον κόσμο.

Αστράφτει ο ουρανός τα φτερά των αγγέλων

στο μαύρο σύννεφο κι η καταιγίδα

πλημμυρίζει το στόμα μου.

 

ΚΑΝΕΙΣ λέω δε θέρισε το θάνατο και σαπίζει στο χώμα!

 

γ΄

 

Αναλήφθηκα στους ουρανούς απ΄ τη χρυσή βροχή

και το δάκρυ μου έσταξε των φύλλων το χρώμα

δροσιά ήρθε στο καμίνι της ερήμου

κι οι κόκκοι της άμμου κιτρίνισαν.

 

ΑΥΤΗ τη γη λέω έσπειραν με ρόδα

και θερίζουν τον άνεμο!

 

Αναγγέλλομαι μέσα απ΄ το θειάφι

κι έπειτα στεριώνω το σανίδι στο παράθυρο

και την πόρτα κλειδώνω.

Απ΄ το καρφί κρεμάω τη φωνή μου τα φωνήεντα χωριστά

και τα σύμφωνα στον κήπο μου θάβω.

Τώρα σκαρίζει το χώμα κι ένα φύλλο μ΄ απειλεί

απ΄ το λουλούδι που μαραίνονται τα μάτια μου.

ΠΟΣΟ μας έλειψε άραγε η ευδαιμονία των κήπων;

 

Αναγεννιέμαι απ΄ τη φωτιά και στο χείλι μου στάζει

το όπιο της γνώσης όμως δε μου φτάνει ο χρόνος

στην αρχή να γυρίσω της σιωπής.

Σηκώνω τον αθώο μου λόγο: ότι μ΄ αγάπησε

αν το χέρι δε του άπλωσα -πάντα-

μοναδικό μου χρέος να με κυριεύει!

 

δ΄

 

Κατακλύστηκα απ΄ τους ουρανούς κι η βροχή μεστή έπεσε

το χνώτο της φίλησε την πηγή δροσερό

και στο χώμα έλαμψε η πληγή

που μ΄ οδηγεί στη θάλασσα.

 

Γαλάζιο το αίμα μου χύθηκε

η γοργόνα κολύμπησε μες στον αφρό του

και τα πανάρχαια μαλλιά της άγγιξαν τον ήλιο.

Στη μεγάλη τη θάλασσα χάθηκα ψάχνοντας

το βυθό και τους ύφαλους -τη μόνη άκρη που βρήκα-

τραβώ απ΄ τα βάθη της αβύσσου.

Έσφαλα και πληρώνω γι΄ αυτό. Ότι αγάπησα

τώρα με πληγώνει

τα τρία άστρα νεκρά μες στα χέρια μου

η ζωή, ο θάνατος κι η ανταμοιβή

σβήνουν τον ήλιο κι οδηγούν στα σκοτεινά το τραγούδι μου.

 

Ανασηκώθηκα ταπεινά απ΄ το χώμα, μύριες φορές,

με το απαλό το χάδι της ελπίδας

το σχήμα της που μέσα μου κρατούσε.

Ότι έδωσα κανείς δε το γύρισε

ορφανό το βήμα που με φέρνει εδώ

κι αυτό -ίσως- το οφείλω από πάντα.

Σηκώνω τον αθώο μου λόγο:

Όλα τ΄ αγάπησα!

 

ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙ !

 

Π Ρ Ω Τ Ο Σ

Κ      Υ      Κ      Λ      Ο      Σ

 

ώδινεν όρος και έτεκεν μύν

 

Αντιγράφω απ΄ την καρδιά μου

με τα σκουριασμένα καρφιά της αλήθειας

τα πουλιά και τα ανήμερα ζώα που ξεδίψασε.

Τους μουχλιασμένους τοίχους των υγρών φυλακών

τα ξασπρισμένα πεζούλια κάτω απ΄ τις κληματαριές

που ρογοβολούν με πρωτοτράγουδα λεβεντογιών

κι αντροθυγατέρων πρωταντικρίσματα ζωής,

φωτιές μιας νιότης αλλοτινής

με το μέγα δαχτυλικό της αποτύπωμα χαραγμένο

στον ασβέστη και τον πηλό.

Γνώρισα άνοιξες και καλοκαίρια

και θλιβερά καταχείμωνα!

 

Αναγαλλιάζει η μνήμη μου

φρεσκοκομμένη πλάι στο ρυτιδιασμένο λυχνάρι

και το αφράχνιασμα του γυαλιού.

Δικό μου το συρτάρι

με τα χειρόγραφα ένδοξα λιογέρματα

το λιγδιασμένο τραπεζομάντιλο, το σανιδένιο τραπέζι.

Πλούτος βαθύς και πάμπτωχος η ζωή μου!

 

ΙΙ

 

Γραμμένος ο άνεμος, η ιστορία, ο βράχος,

το τραγούδι κι οι πικρές οι νύχτες.

Πόσες αυριανές πολιτείες!  Πόσοι αυριανοί δρόμοι!

Ψηλά κτίρια με λιόλουστα μπαλκόνια

και παράθυρα φωτεινά και μεγάλα αντίκρυ στον άνεμο.

Να γινόταν -λέει- πάλι τα στιβαρά τους χέρια

καρτερικά…

 

Έγιναν μουσεία τώρα οι φυλακές κι οι εξορίες!

Τα χαμηλά πλίνθινα δεσμωτήρια

σφραγισμένα παράθυρα και ξώπορτες διπλαμπαρωμένες.

 

Τα αιγαιοπελαγίτικα ξερονήσια διάβηκα.

Κανείς πια δεν κρυφακούει τους γερόντους

στις παραλίες να κουβεντιάζουν ψιθυριστά

για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Τον πόθο τους!  Τη λευτεριά!

Να γινόταν -λέει- οι ελπιδοφόρες μέρες που μίλησαν

ζωή στο κατώφλι των γενεών του μέλλοντος

οι ανθοστόλιστες κοιλάδες τους χωράφια μας!

 

Μεγάλο όνειρο η νιότη τους. Ντουφεκισμένη!

μου είπαν ξεναγώντας με τα αναχώματα

μπρος απ΄ τον κόκκινο τοίχο

με τις θαμμένες ελπίδες και τα όνειρα ενός λαού…

 

III

 

Αφουγκράστηκα την άνοιξη που στυλώνει η νέα φύση

η άγνωρη στις φυλλωσιές των δέντρων

καμωμένη από άλλη γύρη, νια πέταλα, νέα μελίσσια.

Νοιάστηκα τις φορές που οι παρυφές των βουνών

δεν αντιγράφουν πια στις πλαγιές τους

ψεύτικα δάση με κιμωλία.

Μίλησα τις κυριακάτικες λιακάδες

που δε βρίσκουν όνομα

αλλά που διαβάζονται με τα πιο ζωηρά χρώματα

στις ιχνογραφίες των παιδιών ή στις ανθολογίες

ή πάνω στις ξεβαμμένες σχολικές ποδιές των κοριτσιών.

 

Μιλώντας την αλήθεια φτώχυναν οι λέξεις μου

κι έσβησαν και χάθηκαν και γκρεμίστηκαν!

 

Νεκρική η σιωπή μου!

 

ΙV

 

Έφιππε αναστεναγμέ στη στράτα των ονείρων

ξέφρενοι καλπασμοί κι αδιάλειπτοι

που ακολουθούν τα σημεία και τα τέρατα

αγέραστοι κι αμάραντοι μας κραδαίνουν!

 

Ήπιαμε μια σταγόνα βροχής κατακλυσμού

βουλιάζοντας η κιβωτός στο βάρος της ενοχής

κι ο κόσμος μας στην απληστία.

 

Νύχτες περισυλλογής εξηγώντας μεσουράνιες λάμψεις

μείναμε απόκληροι του παντοκράτορα ήλιου

με προσωπεία σκοτεινά και φεγγαρόπλαστα.

 

Που πάω και γιατί! Στον κάτω κόσμο

ψυχές μαραγκιασμένες δε θέλουν να μ΄ αποκριθούν

κι ακολουθιόνται σε κύκλους με ρηχές ανάσες.

 

EΔΩ κι ύστερα πουθενά θέλω να είμαι!

 

V

 

Εσένα πλώρη που με θωρείς μήτρα του αδελφοκτόνου

στη ρότα του χαμού πανούργα πίστη της αμφιβολίας

άπραγη νάναι η μοίρα των ταξιδιών σου κι άκληρη

της ναυαρχίδας σου η γκαστριά να μην ορφανέψουν

τα παιδιά τις μάνες με τα γαλάρια στήθη.

 

Από πάντα θρύλος τα μάτια ακοίμητα του χάρου

ανίκητα τώρα μου σαρώνουν την αυλή των ονείρων

κι απαστράφτει το κέλυφος του μέλλοντος μου

ραγαδιασμένη πηγή αναβρύζοντας χολή και αίμα

στη δεξαμενή του απείρου περίοπτη νάρκη!

 

VI

 

Πλαταγισμένη των νησιών

                                  βράχινη φωνή της αρμύρας

και του πελάου κραύγαζες

                         σ΄ ένα κρυφό κοχύλι

των σπλάχνων μου –δύσμοιρο κλάμα-

                                      των πεπρωμένων μας ανάγκη!

Ώσπου το φως που συνάχτηκε στο μπουμπούκι

                          ανθός στα χείλη μου

και στο σεμνό φύλλωμα σκιά

                                              στην άσπιλη αγκαλιά του κυμάτου

με ταξιδεύουν πάνω στο γαλάζιο

                                       λικνιζόμενο άστρο του κόσμου

το χρώμα του γιοφυλλιού να διαβάζω

                           στην κοιμώμενη αλκή

με το χέρι μεστωμένο στην αβασταγή

                                        των χρόνων να λάμνει το κουπί

στην αντίξοη θάλασσα και ανάρια

                          να ξεχωρίζει το σπίτι

μες στους πασχαλόκηπους που οραματίστηκα.

 

Τώρα σκυφτός στη μέση του κόσμου

πάναστρος ουρανός

ο φόβος μου δοκιμάζει τη γλυφή στέρνα

κι αγιάζει το πανάρχαια δάκρυ

το αναφιλητό μου να μιλήσει

η βουερή δόξα του ανέμου

στην απερπάτητη ράχη!

 

VII

 

Δοξάζω Εσένα άνθρωπε του χωραφιού

αργασμένε του θέρου, του τρύγου, του καρπού,

των αμπελιών, των αλωνιών και του αλόγου.

Γη που πατάς με γυμνή πατούσα

βολή που βρίσκεις πάνω στην κοφτερή πέτρα

με ήλιο και ίδρωτα που αγιάζεις τα κλήματα.

 

Αέναη φωνή ευλογημένη που σμίγεις

τις οπλές των μουλαριών με τον αχό του χαλινού

τρέμει ο αμνός που βελάζει στην αβασταγή σου

το πρόβατο που ξεσκίζει ο λύκος

το κουνάβι που έρπει το λιβάνι.

 

Γρικά το λιοθρεμένο μοσχάρι και γονατίζει

το πράσινο χόρτο το χιλιόφυλλο

η θημωνιά το τρομερό σου δρεπάνι

βουεί ο μύλος και το λιοτρίβι

σπάζει ο σπόρος και ανοίγει το φύλλο.

 

Η κάμπια, η ακρίδα κι ο μελισσουργός

το τζιτζίκι που αγλαΐζει τις δεντροστοιχιές

τρέμει η ανεμώνη κι ο ρόδα του κάρου

το φουρνί που καπνίζει και το αμπέλι

ο σκύλος που σου γαβγίζει το πάτημα.

 

Κύρη των ρόδων και της ανθισμένης πασχαλιάς

μύστη της αγραπιδιάς που δένει

θάλασσες χρυσών φλουριών το στάρι στο κατώι

οι τριχιές των ζώων και οι προβιές

το ξύπνημα του πετεινού και της αγριοπέρδικας

το ελάφι και το ζαρκάδι

αυλήτη του αποσπερίτη, γύρο τριγύρω

κατοικούνε το άγιο σου χώμα.

 

Σαλεύει ο ανθός και περιμένει την ευχή σου

η πευκοβελόνα και το αχαμνό τσαμπί

ο φράχτης με το αγριόβατο και το αγκάθι

ο μούστος που ρέει το αυλάκι.

Κλαρί ελιάς και φουντωμένος σκίνος

η  κουκουνάρα που πανηγυρίζει το καταμεσήμερο

κύμα αγκαλιές της νιόβγαλτης παπαρούνας.

Με το τριζόνι να ησυχάζει στον κάμπο

σκάει το φθινόπωρο πίσω απ΄ τις πλαγιές

και τρέχει η ρετσίνι κι η μαστίχα

λιώνει ο πάγος και αρπάζει η λεμονιά

το μανταρίνι και το ξανθό το μούρο

καρπίζει η άνοιξη τη μέθη της ζωής

ανθίζει το μελίσσι την ψυχή σου

κοντεύει καλοκαίρι και δροσίζει η στάμνα

με το μαντίλι να λούζεται στο σβέρκο

κράζει η γη και ακολουθάνε

γλαυκοί ουρανοί και πέλαγα

του χωραφιού σου τη γιορτή.

 

Χαίρω για σένα άνθρωπε του χωραφιού

σπόρο που σπέρνεις ή θερίζεις

το μνήστη λαγό του φεγγαριού που σε γνωρίζει

το τσακάλι που ψάχνει το δάσος.

 

Κορμί μανταλωμένο στην ανέμη του ήλιου

ευλογημένος ο κόπος κι ο μόχθος σου!

 

Ευλογημένε και παντοτινέ!

 

Π    Ο    Ρ    Ε    Ι    Α

 

  Να με θυμόσαστε –είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα

   χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

                                                                            για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

    Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιό μου το

   μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ΄ ένα κρι-

 νάκι του αγρού

τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε…

                                                                           Γιάννης  Ρίτσος

 

Π    Ο    Ρ    Ε    Ι    Α

 

Ι

 

Πορεύτηκα μες στη σκιά σεμνών ονείρων

με εικόνες που σφυρηλατούσαν ένα μελλούμενο κόσμο

λατρεύοντας την αγγελικότητα των παιδιών

και το καθαρό κρύσταλλο των χαδιών

κι άνοιξα φτερά τα χέρια μου απλώνοντας

στον πλατύφυλλο πόνο

κόβοντας την ελπίδα απ΄ τη γιορτινή φωνή των κυμάτων

κι αγάπησα στη ζωή

ότι με σεμνότητα ευσεβούσε το μέλλον!

 

ΙΙ

 

Περπάτησα σ΄ απόκρημνες βουνοτραχιές

ξελακκώνοντας πέτρα - πέτρα

την αλήθεια που μ΄ αρνήθηκαν.

Θαύμασα στη μαρμαρυγή της μήτρας

που γέννησε τη λεβεντιά

το χρυσό και το ασημί

που δεν έχουν ιδιοτέλεια.

Σε γκρεμισμένες πολιτείες ανακάλυψα συντρίμμια

απ΄ το πέρασμα των καιρών

και μαράθηκαν τα μάτια μου ανήμπορα ν΄ ανθίσουν

ένα πολιτισμένο τραγούδι.

Καρτέρεσα στοργικά χέρια

κι άκουσα πονεμένα αναφιλητά

και πληγώθηκα σ΄ ανοιχτές αγκαλιές

που αιμορραγούσαν

ξεπληρώνοντας με αίμα το αρχαίο δάκρυ!

 

ΙΙΙ

 

Νοσταλγώ ένα θαλασσινό σπίτι που ν΄ ανοίγεις

το παράθυρο και να το πλημμυρίζει ο άνεμος.

Γιατί το λέω; Όπου κι αν γύρισα δε βρήκα

τίποτα να μου ταιριάζει και γιατί τα σπίτια

πρέπει να έχουν την ίδια ψυχή μ΄ εκείνους

που τα κατοικούνε.

 

Έφηβος ψάχνοντας γνώση στην αίσθηση των εποχών

συνάντησα μια κίτρινη μαργαρίτα που την κοιμήθηκα

με τόσο πάθος -μια ολόκληρη άνοιξη-

που δεν άντεξε και μαράθηκε.

 

Ερωτεύτηκα τον ουρανό! Αναζήτησα μέσα μου

μ΄ όλη τη νόηση που είχα έναν εαυτό

που να είναι το ίδιο γαλάζιος πιστεύοντας

πως του μοιάζω.

Τι βρήκα;

Ένα θυμωμένο γεράκι σφίγγοντας στο ράμφος του

ένα θαλασσινό χαλίκι.

 

Έτσι δεν έμαθα ποτέ αυτό που είμαι

αλλά εκείνο που δε μ΄ άφησαν να γίνω

ένα αιγαιοπελαγίτικο ψαροχώρι

ή μια εικόνα θαυματουργή

όπως της παναγίας στην Τήνο.

 

ΙV

 

Φοράω ένα σκοτεινό πουκάμισο που αν το αγγίξεις

πλημμυρίζει άστρα όπως καθάρια νύχτα ο ουρανός

το δεκαπενταύγουστο.

 

Έκλεισα την αγία γραφή κι άνοιξα τα μάτια μου

στην αγία ανάγνωση και μου ήρθε στα χείλη η ζωή

αυτή που είναι πιο κοντά και μπορώ να την ψηλαφίσω

τόσο Χριστιανός και τόσο Ορθόδοξος

που ένιωσα τη φλόγα μέσα μου

όπως ένα χρυσόδετο διαμάντι

στο κουτί του από μαύρο βελούδο.

 

Ανασήκωσα το βλέμμα στον ουρανό

πιο πολύ εκεί που μου έδειχνε το ένστικτο

κι αν δεν είδα τον θεό, είδα ένα μεγάλο κοπάδι

αγριοπερίστερα

να γερανίζουν ψηλά κι από κάτω τον κάμπο

απέραντο όσο κι ο κόσμος.

 

V

 

Γεύτηκα αγριοφράουλες και σταλαματιές

απ΄ άγριες κρήνες

Έσκαψα τον ασβεστόλιθο και το βαθύρριζο βράχο

Φύτεψα τα πόδια μου στο χρόνο

Σιώπησα στον πονόψυχο ουρανό τον πόνο μου

τη Φωνή μου έκλεισα στη στερεότητα του φιλιού.

 

Αναζητώντας πατρίδα μ΄ αναζήτησα.

 

Ενθουσιασμένος κάποτε κάθισα να λογαριάσω.

Σε κάθε δρόμο συνάντησα ένα νιο και μια θυγατέρα

αυτούς που βύζαξαν με το στόμα του ήλιου

το χιλιόφυλλο χορτάρι.

 

Μυρωμένα τα πάθη της ζωής και του έρωτα!

Ξακουσμένο το χρώμα της χαραυγής!

 

Ζωή μου σ΄ εσένα γυρίζω το βουερό ποτάμι

που με διασχίζει

τροχιά του ήλιου που λούζεσαι σε επουράνια νερά!

 

VI

 

Αναζήτησα τον αφέντη της κτίσης.

Άλλες φορές τον βρήκα

άλλες δεν τον βρήκα.

Ανάμεσο τους μια φορά οι λύκοι

γονατισμένοι, με το κεφάλι ψηλά

και μια λευκοφορεμένη

παρθένα

υμνούσαν και συννέφιαζε πάνουθε τους.

 

Τότε θύμωσε ο ουρανός

κι άστραψε κεραυνούς

κι από τότε δεν τον είδα

πιο περίτρανο.

 

Έτσι νίκησα το φόβο!

 

VII

 

Περπάτησα.

Φορές βρήκα τη θάλασσα

φορές δεν τη βρήκα.

Το  φ ι λ ί  και το  δ ά κ ρ υ   με μοίρασε

ο  έ ρ ω τ α ς  κι η   α ν τ α μ ο ι β ή  του.

Ακολούθησα το τετρακέφαλο άλογο

το κάρο που έσερνε

με τις σοφές γερόντισσες.

 

Το θαύμα αναζήτησα.

Βρήκα φτωχογειτονιές και χαμόσπιτα

σεβάσμιους γερόντους σκεφτικούς

τον τρόμο σε τσακισμένα βλέμματα

δάχτυλα αργασμένα απ΄ το μεροδούλι

βλοσυρές πονεμένες καρδιές

φτωχούς

αδικημένους

αδικοχαμένους ήρωες…

Αγωνία!

Πρόθυμους τους καημούς και τα μεράκια.

Έτσι γνώρισα φίλους κι έκανα εχθρούς!

 

VIII

 

Περπάτησα.

Φορές βρήκα την αγάπη

και φορές με βρήκε αυτή.

Το  π ο υ λ ί  και το  α ν έ μ ι  με κέρδισε

ο λόγος κι η προσταγή του.

 

Περπάτησα αναζητώντας πατρίδα.

Φορές τη βρήκα και φορές την έχασα.

 

Ένα λεηλατημένο δάσος η πατρίδα μου !!!

 

IX

 

Τότε σιώπησαν τα κουδούνια κι άναψε

μια συστάδα δέντρα.

Δεν έχουν όνομα τα καλντερίμια όπως τα δέντρα

γι΄ αυτό δεν ξέρεις και λες πλατάνια,

βελανιδιές, οξιές καμπίσιες, έλατα

και κέδροι ανεμοδαρμένοι.

Το γερασμένο πεύκο είχε ένα όνομα στον κορμό του

που χρόνια ήθελες να διαβάσεις

ξαποσταίνοντας στη σκιά του.

Όμως το ρετσίνι έσταζε κι ήταν άδικο

να μην περιμένεις μιαν άλλη εποχή.

 

Όταν ξαναγυρνούσες τα δέντρα χλωμά

και το χώμα νοτισμένο απ΄ τις αγκαλιές

όπου ακουμπούσαν οι βαριές καρδιές

με τα χέρια του αποχαιρετισμού.

 

Θάρθουν άλλες εποχές ίδιες

με τις αγκαλιές που ξαπόστασες.

 

Χ

 

Ένα βράδυ ήρθε στον ύπνο μου ένας νεκρός και μου

μίλησε:

 

Ούτε που είχα προλάβει καλά - καλά ,μου είπε, να δέσω

το ζωνάρι του πανταλονιού μου. Ήρθε ο πόλεμος.

Ήμουνα ακόμα πολύ νέος για να πεθάνω.

Σκοτώθηκα φωνάζοντας ΑΕΡΑ σ΄ ένα χιονισμένο βουνό.

Δεν ήθελα να γίνω ήρωας. Το μεγάλο μου όνειρο

ήταν να παντρευτώ την Ελένη.

 

Κάποιο άλλο βράδυ ένας άλλος νεκρός μου είπε:

 

Ήθελα να πολεμήσω για την πατρίδα μου!

Δεν μ΄ ένοιαζε να πεθάνω. Η Ελένη αγαπούσε άλλον.

Τη μέρα που έφεραν σκοτωμένο τον αγαπημένο της

αποφάσισα να πεθάνω. Το ίδιο απόγευμα μια οβίδα

με πρόλαβε κι έγινα ήρωας!

 

Δεν ξέρω αν τα ονόματα τους είναι γραμμένα

στις ταφόπλακες των ηρώων

εγώ πάντως έτσι μίσησα τον πόλεμο

για τον ίδιο ακριβώς λόγο που αγαπήθηκε η Ελένη!

 

Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Σ

Κ      Υ      Κ      Λ      Ο      Σ

 

Λύνει αέρας τα στοιχειά και βροντή προσβάλλει ταβουνά.

Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

                                                 Οδυσσέας Ελύτης

 

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Ο

 

Ας εξυμνείς –είπε- το ορθό και το άρτιο

ωσότου έρθουν μέρες που θα γυμνώσουν

το υφαντό σου ρούχο στις πύλες

προαιώνιους θυρεούς διαβαίνοντας

να καμωθεί μαγική η αντίπερα όχθη

η Αχερουσία.

 

Με στίχους τραγικούς ελεώντας

την αστρική σιγή

θα ονειρευτείς αλόγιστα στεριές

στο πλοίο που θα λάμνει

σε θάλασσες Ομηρικές

ακολουθώντας τον ποιητή

και την πατρίδα του αυτή την Ελλάδα!

 

Κι αρμόζει να βλέπεις οράματα

προφητικά, το πεπρωμένο της γενιάς σου

στην πέτρα και το φως του Ολύμπου

που κρατεί τους κεραυνούς κι αλαφρύς

γέρνει ο αγέρας το φρέσκο χορτάρι

κι ο ήλιος, χαιρετώντας την ανατολή

και χαιρετώντας τη χώρα σου

κατά το μέρος που σηκώνει το κεφάλι.

 

Κι αρμόζει ν΄ αγγίζεις σε κορμιά παρθενικά

το γήρας του μέλλοντος σου

προσδοκώντας την καταιγίδα που θα φτάσει

να σαρώσει την προσβολή

και το παιδί που θ΄ αναστυλώσει

μορφές αγέρωχες ηρώων

στις αλλοτριωμένες συνειδήσεις.

Θα υπηρετήσεις το λόγο και τον πόνο

ωσότου έρθει η στιγμή να γευτείς

το μαρτυρικό σου αίμα

στην ανυπέρβλητη δίνη μέσα

στροβιλίζοντας να χαθείς

ενταφιάζοντας τη γαλήνη.

 

Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ

 

Το ήρεμο που θα υπομείνεις εσπερινό

ορθωμένο σε σταυρό κι οι λιγοστές

στο μαγκανοπήγαδο του χρόνου αλήθειες

το ανύπαρκτο που θ΄ απογυμνώσουν

συνένοχοι του ¨ποτέ¨ και του ¨πάντα¨

ως το τέλος που φαντάζεσαι

θάναι η αρχή των ονείρων

γιατί αλλιώς η ζωή θα γινόταν

συνώνυμη του θανάτου

κι ο θεός σου ένα μεγάλο κενό

που θα στέρευε το μέλλον.

 

Θα δεις ότι είσαι πλασμένος

από σάρκα και αίμα

και θ΄ αποστραφείς τη μοίρα

των αστεριών

διαβλέποντας πίσω απ΄ την αιωνιότητα

την ασέλγεια

και προπάντων θα υποταχτείς το μάταιο του ανθρώπου:

 

Το Πάθος το Άγνωστο και το Ακατανόητο!

 

Δέλεαρ η ελκυστική μυρωδιά

του ανθισμένου λιβαδιού

με το ένα χέρι θα σου κλείνει το στόμα

φτάνοντας μεσάνυχτα η αλήθεια

να σου κάψει τα χείλη

και το άλλο -που δε βρίσκει όνειρα-

εξακοντισμένο απ΄ τη νιότη του

θα παραβγαίνει τη ζωή

σαν τον ακοντιστή που υπολογίζει

την τελευταία του βολή

να καταβάλλει τη γραμμή του θανάτου.

 

Αφωνία του αυγερινού η αγάπη

μες στο χλωρό σου στήθος σκάβοντας

την πέτρα της πίκρας

γυμνωμένη την ψυχή θ΄ ακουμπήσει

στο δέρμα που ποτίστηκε καημούς

και το μοναδικό -εκείνο- δέντρο της ερημιάς

θα δώσει τους καρπούς του

αιμόφυρτους για να ευλογηθεί η ελευθερία

κι απ΄ τα φτερά της να καταπέσουν

τα κομμένα χέρια με τις παλάμες τους

αρπαγμένες απ΄ τις σάρκες σου.

 

Οι ροδαμοί που πυρπολήθηκαν

απ΄ τον πλανήτη του φωτός καθώς θα πέφτουν

σαν άστρα απ΄ τον ουρανό

θ΄ αγγίζουν τη γη οι αγάπες

και θα λάμπει παντού η καρδιά σου!

 

Π Ρ Ο Φ Η Τ Ι Κ Ο    Ι

 

Μέρα μεσουρανώντας το φως

η χλωμή σου όψη ποιητή θα γυαλίσει

απ΄  το μαύρο θα χυθεί χρυσό

ποτάμι η ευσπλαχνία

τα κτήνη θα βρουν τη θέση τους

στην άβυσσο

και το χορτάρι θα κοκκινίσει

ντρέποντας.

Θάρθει καιρός που οι θεοί που σε διώκουν

θα γονατίσουν στους πιστούς τους

γυρεύοντας λύτρωση και τα χρόνια

που χτίζει την πέτρα ο αρχιμάστορας

θα γίνουν γιοφύρι

και θα δοξαστεί

διαβαίνοντας καθώς οι Μεγαλέξανδροι

(με στρατιές δούλων και λάφυρα νίκης)

η παρθένα που πλάγιασες.

 

Με την υποταγή των καιρών

θα σκύψουν το κεφάλι οι τιμωροί

στην προσταγή να δικαστούν τίμια

οι ενοχές χωρίς ζυγαριές

( μια που η απάτη δε θάχει βάρος )

και μόνο οι αδικημένοι

σαν κατήγοροι θ΄ αγορεύσουν

για να δικαιωθούν τα παιδιά σου.

 

Την αυγή που θ΄ ανατείλει απ΄ τη δύση

οι θάλασσες θα κατακλύσουν τα ποτάμια

οι κορυφογραμμές θα κατακρημνιστούν

στ΄ άπατα βάθη

και θα ονομάσουν τα δέντρα μ΄ ανθρώπινη φωνή

τα κρίματα του πλανήτη!

 

Π Ρ Ο Φ Η Τ Ι Κ Ο   ΙΙ

 

Με την τελευταία ισημερία

πέφτοντας βαθύ σκοτάδι

δόκιμος άτλαντας θα στρέψει

μεσάνυχτα τους καιρούς

ο βορράς θα παραληφθεί απ΄ την πυξίδα

του μέλλοντος το σέλας θ΄ αλλάξει ουρανό

και θα ναυαγήσουν τα καράβια

που κουβαλούν ανατολικά δορά και μετάξι στους αργυραμοιβούς.

 

Θ΄ αποπλανηθεί έτσι η μοίρα

κι οι αστρομάντεις ερμηνεύοντας τον ουρανό

θα τυφλωθούν για νάρθουν

αδιάβαστοι χρόνοι που η θάλασσα

μετανοώντας θα ξεβράσει το πολύτιμο φορτίο

στις ακτές του νότου και θα εκπορθηθούν

οι πειρατές απ΄ τα παράλια κάστρα

για να λάβει ισχύ το νέο δίκαιο

και βασιλεύοντας ο ήλιος

μ΄ απόλυτη τάξη θα ενεχειρισθεί η συνθήκη

απολαμβάνοντας ο καθένας το μερτικό

που του ανήκει.

 

Μόνο όσοι δεν έχουν πίστη

το βράδυ  -εκείνο-

θα τους αποστραφεί η συνδιαλλαγή

κι η αθεΐα τους θα εξαργυρωθεί

σε αλλότριους πολυμαθείς

για να εξοικονομηθούν τα μέλλοντα αργύρια

του Ιούδα και να πάψει επιτέλους

το χρέος του Άτλαντα βρίσκοντας

ο πλανήτης τη θέση του στο γαλαξία

κι ο κόσμος την περιφορά του.

 

Π Ρ Ο Δ Ο Σ Ι Α 

 

Λεύκανθε η τύχη τη μαύρη μοίρα

                        πίσω ρίχνοντας χρόνους

η βροχή στις ανάσες των ζώων

                  το πένθος ξεδιψούσε

και κόρες σαν τις άγριες κερασιές

                                δεχόταν το έμβρυο που έσπερνε

με τιμές η ελπίδα.

 

Νύχτα θυμωμένη από άσχημα όνειρα

με εικόνες ακόμα αξεδιάλυτες

πάνω στις ράχες άνοιγε βρύσες

ν΄ αναθαρρήσουν τα κοπάδια

μαγεμένα απ΄ τη φλογέρα

και το κριάρι χτυπούσε το πόδι

δείχνοντας πως δεσπόζει η ισχύς

όταν ακούστηκε βροντερή η φωνή

των σπλάχνων της γης

κι εξημερώθηκαν τα πουλιά

κελαηδώντας σε σχηματισμούς

και χώρισαν οι ουρανοί μ΄ αστραπές

περνώντας το φτερωτό άλογο

που κουβαλούσε το αναπόφευγο

γραμμένο σε λίθινες πλάκες

καιρός που ήταν να εκτελεστεί η εντολή

και να πάρει θέση ο ήλιος στον ουρανό

για να πάψει ο θυμός των ονείρων.

 

΄Ετσι σύρθηκε η ανατολή

                                       λαμπρή κι ένδοξη

με το φως που την είχε στολίσει

                         ο θυμός

κι εφάνει στο βάθος του ορίζοντα

                                   κόκκινη πάχνη

σαν κατέπεσε το ατσάλινο δίχτυ

                                                     που κρατούσε την ευλογία.

 

Το χορτάρι αναδιπλώθηκε στ΄ αγγίγματα της δροσιάς

ο νωχελικός ταύρος ρουθούνισε τις παπαρούνες

μη ξέροντας ποιο χρώμα ήταν ενάντιο στο μέλλον

κι οι αγελάδες που δεν είχαν κατεβάσει ακόμα γάλα

ασελγούσαν μια κι ο κτηνοτρόφος δεν είχε φανεί

με το εξαγγελτικό του παρόν

να βάλει τάξη στο λιβάδι.

Τότε ο κόκορας μη γνωρίζοντας

¨γραφή¨ κι ¨ανάγνωση¨ πίστεψε την αιτία του φωτός

με δική του απόφαση

και λάλησε τρεις!

 

Η  Θ  Ι  Κ  Η

 

Πικρούς καρπούς έδωσαν

και στέρφευσαν

οι μηλιές κορεσμένες

απ΄ αμαρτωλούς χρόνους·

διακορευμένος από αιώνες

ο καρπός του έρωτα

και το μεγάλο θαύμα του κόσμου

εκπορνεύτηκε

μα ο πόνος δεν νίκησε τη γέννα

κι η αμαρτία συμπορεύτηκε με την αρετή.

 

Ταπεινοί με τους μεγαλομανείς κι ευκολόπιστοι

για το πρώτο σημάδι οργής και το δάκρυ που έχυσαν

είδαν στον ήλιο μια μικρή τρύπα

κι απάτησαν τους εαυτούς τους πιστεύοντας

το άγνωστο σαν αρετή χωρίς ποτέ να μάθουν

ποια είναι η αμαρτία.

Είδαν στα μάτια του ατρόμητου στρατηλάτη

μια αδιόρατη σκιά

και τους στάθηκε αρκετή να κρύψουν

τον πανικό και την ατολμία.

Εσύ τελευταίε σοφέ γέροντα

κουρεύοντας τη γενειάδα σου

απόταξε το βάρος της ευθύνης

πνίγοντας τις παλάμες σου στο χώμα

να διαβαστεί το βαθύ ριζικό τους

απ΄ τους ερχόμενους σπόρους

και την ιστορία εκμαυλίζοντας

απόπεμψε το λογικό και το άδειο σου κρανίο

πρόσφερε στη μικρή παρθένα να συλλέξει

απ΄ τα ανοιχτά της πόδια το αίμα που ρέει

καθώς στηρίζει το καθαρμένο της σώμα

απ΄ την κατάρα του παραδείσου πάνουθε σου

εκλιπαρώντας σπέρμα να υπάρξει ο κόσμος.

 

Έλα και γίνε λάμψη γίνε ουρανός

να πέσει στα σύννεφα μαύρη στάχτη

το προπατορικό μένος και να σταθεί ο κόσμος

σαν ανοιχτό κοχύλι που θα τρέξει η θάλασσα

γαληνεμένη μέσα στους ανθρώπους.

 

Ε  Π  Ι  Λ  Ο  Γ  Ι  Κ  Ο

 

Θα υμνείς -είπε- το ορθό και το άρτιο

ωσότου με το στόμα ακόμα στο μαστό της πίκρας

θα σε δεχτεί λυτρωτική η αντίπερα όχθη η Αχερουσία!

 

 

Τ  Ρ  Ι  Τ  Ο  Σ

Κ      Υ      Κ      Λ      Ο      Σ

 

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

    ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

    σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

    καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.

                                                                            Γιώργος Σεφέρης

 

E  Σ  Π  Ε  Ρ  Ι  Ν  Ο  Σ

 

Ι

 

Ήρθα να κλείνω το ¨γόνυ¨ και τη ¨κεφαλή¨

προ εσού καθώς μου εθώρει το πρόσωπο λευκή

κι άστηθη σάρκα κόρης πρωινής ημέρας πρώτης

ασύγνεφη πάνουθε μου προ των πυλών

¨ους δεν οίδα από τότε¨

όπως πιο περίτρανο δεν είδε άλλος κανείς

κι ούτε θα δει:

 

Τετράμορφο άλογο με μακριά ουρά

το καπλάνι ατίθασο να κουβαλεί

στο στόμα περιστέρι

μάτι από κάτοπτρο ουράνιο

και λίθινο αστέρι το νύχι

πλίνθος το πέλμα που δένει το τοιχιό

κι αναρριχιέται το αγιόκλημα ως την κορυφή.

 

Μια πεταλούδα γλύφαινε την εκδορά σου

κι όντας κοντά να σε δεχτώ

ευχή που κάθισε στολίδι του μυαλού

ενώ άδωρος και αειπάρθενος ήμουν

που ψεύλιζα την πρώτη λέξη

κι ύμνους είχα κατανού κι ευδοξίες

( αποκύημα λαμπρό πατρικών ακουσμάτων )

στις χάρες σου να διεγείρω την πίστη μου·

ξάφνου τότε έφηβος βάσκανος θεός

με φλόγινη αγιαστούρα μου τρύπησε τη γλώσσα

μύχια ντροπή ταλάνισε το ψάρι

που σπαρταρούσε καταμεσής μου

κι ο αγάπανθος πόθος του αγάλακτου

έσυρε εντός μου άγνεστο νήμα,

φύλλα αερόγαμων κι αδιάφθορο θειάφι

κι εγώ ο άδηλος ¨καμώθηκα τον αγύρτη¨

αδέκαστος προς ¨άγρα κόσμων¨

και Σε λησμόνησα.

 

ΙΙ

 

Με το ρογί του χρόνου να στάζει λάδι στο πυρσό

κατέβηκα το έρεβος του κόσμου·

εκεί βρήκα τις ερινύες να κοιμούνται

σε αχυρένιο στρώμα

με το κεφάλι γυρμένο στην πέτρα

και μέσα στον ύπνο τους

το ξόδι των ημερών

σε κιβούρι νιου αλαφιού αλαφροπάτητου

στις παρειές των Άνδεων να γδύνονται

το φαρδύ τους φόρεμα

το πόδι δίχως σανδάλι

τις εποχές να ιχνηλατούνε το αίμα

και το θεριό να στέκει χθονερό στις κορδιλιέρες

σαν το κακό που αγρικά τη μοίρα των ανθρώπων.

Είπα πως ήμουν κλεψίγαμος

στον κλήδονα τέτοιων ανέμων

κι έφυγα τρέχοντας να βρω

το περιβόλι του ήλιου.

 

Με τη μετώπη από τότε στραμμένη

καταντίκρυ του αγαλμάτινου ευζώνου

του πόντου

αλλού πορεύτηκα

με το φως ξιφάδι σταριού στο βλέμμα

ν΄ αγρυπνώ άπλαστη ζύμη

αλεσμένος απ΄ τον τροχό της γης,

με το λιοβόρι και το χιονιά και των ταμπούρλων

την ηχώ σ΄ όπου της πλάσης

να βρίσκω σχήμα·

ο αζύμωτος εγώ κι αβλόγητος!

 

ΙΙΙ

 

Και νά΄ μαι που έφτασα φορτωμένος

απ΄ το πλεχτάδι της μάνας των Ομήρων:

Στον μακρινό Καύκασο τη βρήκα

περιπλανούμενος, να πίνει κεφίρ

και να υφαίνει λέξεις στον αργαλειό τους γιούς της

και του Ολύμπου νιούς θεούς

μέσα απ΄ τα ηρώα των ανθρώπων·

την Άρτεμη  αιμόφυρτη να σφαδάζει

από δικό της βέλος

τον Ποσειδώνα δίχως τρίαινα

και τη γοργόνα καμακωμένη σε ρηχό γιαλό

σπασμένη τη λίρα του Απόλλωνα

και δίχως χορδή το βέλος του έρωτα

την Αθηνά να βαστάει το κεφάλι της

με τρύπιες φούχτες -που έρεε ο χρόνος-

και την Αφροδίτη ολόγυμνη γριά

με ζαρωμένο εφηβαίο.

 

IV

 

Βλέπω αθώρητες τις χαρές κρυμμένες

στην ολόγυμνη σάρκα τους·

μια που κανείς δε χάρηκε περσότερο την ομορφιά

απ΄ τη χαρά που το δικό του χέρι έχει ξεγυμνώσει.

 

Είπα να ντυθώ τη χλαμύδα του ήλιου

για σένα πανώρια μάνα μου

εγώ ο σεμνός σου γιός κι ασέλγητος.

Εγώ που δε δύναμαι ν΄ αντιπρυμνίσω

την από αιώνες πριν και του μέλλοντος χλαπαταγή

διαπλέοντας ωκεανούς θαλασσών

και την πέτρα και το χώμα λιχνίζοντας

σε στωμύλους ανέμους

γήινος και κλητός γαλάριων προγόνων

να γλωσσαλγώ την συγκαρπία των αιώνων

πορευόμενος με το δεξίμι της Αθηνάς

στην εγίρα του εγκαιρόφλεκτου

δροσεύοντας και δεντρώνοντας

στη διαπνοή των αιθέρων

και τη γλυφή των οριζόντων

που έλκω το γένος.

 

V

 

Αιμοσταγεί το χέρι μου απ΄ την παγγένεση της γης.

Αφαλόκοψα ολάσπρο περιστέρι

πρωτόθετου παιδιού γαλαθηνού

με το μαγνάδι της μάνας του υφαίνω πανί

στο ταξίδι λιόφωτος να ξανοίξει ο κάμπος

με το διμήνι στα δεξιά του αδρεπάνιστο

και χρυσές γούρνες τριγύρω

λιόφωνος να υπομένει ο χρόνος -καρτερικά- .

Να στέρξει πια η ευχή και ο λόγος

στο μπόλιασμα του αμόλυντου

με τη γονή του πόνου

να κάμει ανθούς και να μυρώσει

γρήγορα η αυγή του μέλλοντος

που τώρα τη βυζαίνω στη βαθύ των ανθρώπων·

εγώ που θρυλώ πρωτοφώτιστα ξόμπλια

από ξέφτι μύθων που ψάχνουν γη στο χώμα που Ελληνίζω

και της Οικουμένης!

 

VI

 

Λιόχαρος νιός γαλαζωπός που γέρασα

με το μάτι κατάστηθα καρφωμένο του ήλιου

που τα σωθικά μου μέλωσε το γλυκό του φως

κι αλλού δε βρήκα τόπο

απ΄ της γης το ευλογημένο χώμα

ν΄ ανθοκηπίσω το γογγυσμό του ανθρώπου

να διασκορπίσω τη μύριων ανέμων ψυχή του

ν΄ ακουμπήσω τη βαρδιοκαρδίλα των πόθων του…

και τον ουρανό από πάνω μου να μου θωρεί το πρόσωπο

λευκή και άστηθη σάρκα κόρης

και την ελπίδα ατίθασο καπλάνι να κουβαλεί

στο στόμα περιστέρι

και την ευχή ν΄ αναρριχιέται ως την κορυφή

του ονείρου

ριζωμένο στο λιθάρι και την πλίνθο

και την αναζήτηση ουράνιο κάτοπτρο

σκάβοντας τη γη με το νύχι του ζώου

που θέλει ν΄ αποταμιεύσει το παρόν

για το μέλλον

κι Αυτός ο άνθρωπος:

 

Άλογο τετράμορφο φορτωμένο αιώνες

να παρέλκει την πυξίδα του ενστίκτου

ηχολογώντας το τραγούδι της ψυχής

στη χόβολη των άστρων

στη γη που γυρίζει με τη δροσιά

και με το χώμα σμίγει

την αυγή που ήλιος λαμπρός λάμπει

και στο πέλαγος χρυσό ψάρι

λαμπιρίζει το φέγγος της ύπαρξης

στα ταξίδια των στοχασμών

που πορεύονται με τη μετώπη στραμμένη

του αγαλμάτινου Ευζώνου του πόντου

 

και στους αιώνες των αιώνων!

 

Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η

 

Σε σένα γαλήνη της ελπίδας αλώβητη

η ματιά μας και της ψυχής το χέρι

που αγγίζει το άπειρο του πόνου·

μάνα και παρθενική  κόρη μέσα μας

ταπείνευσε το θεριό και στείλε μήνυμα

όπου κατοικεί η αγάπη κι η καλοσύνη

σ΄ όποιο κύτταρο ο χρόνος τους και

χύσε τούτο το ποτήρι της απονιάς

να έρθει ο καιρός ν΄ αναστηθούν τα όνειρα

και να γίνει το θέλημα του ανθρώπου.

 

Βαρύς ο ουρανός και τα πουλιά όταν

το σκοτάδι βασιλεύει κι ο χάροντας

μας βρίσκει με το ένα πόδι

βαρύ το δάκρυ και γέμισε τούτο το αγιοπότηρο

να γιατρευτεί το σώμα της οδύνης

να κυλήσει το αίμα και να γεννηθεί

το στόμα το αμόλυντο.

 

Μάνα και παρθενική κόρη μέσα μας

δρασκέλισε τον άβατο σου τάφο και ζήσε

στων παιδιών τα πρώτα βήματα

να καμωθεί ο δρόμος στα σπλάχνα

και να ριζωθεί

στην καρδιά.

Υπήρξε πολύ η υπομονή μας και τώρα

αυγαταίνει η απιστία με το λιωμένο ατσάλι

και το φτωχό θάνατο προσκεφάλι.

 

Μιλώ και σιωπούν τα κύμβαλα τους

δεν ανασαίνω ακόμα και πεθαίνουν.

Αυτό το στυγερό μαχαίρι της πίκρας

σήκωσε να σαλέψουν τα φαντάσματα.

Όποιος δεν είναι άξιος δεν του πρέπει

κι όποιος δεν αξιωθεί θα παραμείνει αθώος.

Για τους ένοχους λοιπόν και τους καταπατούντες

τούτος ο λόγος ας σηκώσει το ρόπαλο.

Ο ένας θάνατος που φέρνει τον άλλον

πληθαίνει το σκοτάδι, πληθαίνει το χάρο.

          

Σε σένα φωτεινή μάνα η ζωή επιμένει

με το χνούδι της και της ψυχής το χάδι

εξακοντίζει το άπειρο του φθόνου·

μάνα κι αθώα κόρη γύρο μας

εξολόθρευσε το κακό και δέξου μηνύματα.

Εδώ κατοικεί η ψυχή το σώμα

κι εδώ ας γίνει το θαύμα της παρουσίας σου

πριν βαρύς ο ουρανός και τα πουλιά

γεννήσουν το άλλο σκοτάδι

και αιμορραγήσει ο χάροντας.

 

Λευκός ο πόθος και τα όνειρα όταν

το φως ανασαίνει κι ο αυγερινός

μας βρίσκει στο χωράφι· λευκό το δάκρυ

και σβήσε τούτο το μαύρο κλάμα να καρπίσει

το σώμα της αγάπης, να τρέξει το αίμα

και να νικηθεί το βρώμικο στόμα.

Μάνα γαλήνη της ελπίδας μέσα μας

δρασκελίζει την άπατη τάφρο το πνεύμα

στων κουδουνιών τα πρώτα ακούσματα

ν΄ απλωθεί ο δρόμος στα πέρατα

και να ριζώσει η καρδιά μας.

Υπάρχει πολύ ουρανός ακόμα και τώρα

απαγγέλλει η ευλογία με τo τριμμένο της γλωσσάρι

και τον φτωχό της λόγο μαξιλάρι.

 

Εσύ γαλήνη της ελπίδας, μάνα και κόρη

δέξου την προσευχή μας.

 

Ε  Ν  Τ  Ο  Μ  Η

 

Ι

 

Θεέ μου λυπήσου τους

τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Τρέμουν!

Έκανε τόση παγωνιά το βράδυ εκείνο

της κοσμογονίας

που θρυμματίστηκαν οι βουλές σου…

ραγίζοντας οι πέτρες.

Λυπήσου τα παιδιά που συνέλαβαν

οι μήτρες κείνης της αγωνίας

τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους

όμως μην τους τιμωρήσεις με νέες περιπλανήσεις

άστους να βρουν από μόνοι ένα δρόμο.

Λυπήσου τον τοκετό!

Ας μην αρχίζει η ζωή μας με κλάμα.

 

Εσύ που τους γέννησες μάνα τους κλαις

στα πετροχώραφα της μοίρας που σπέρνεις και θερίζεις

την αμαρτία, τη γλυκιά ηδονή, τη νάρκη.

Πώς τους ανάθρεψες με τόσο σκοτάδι

και φοβούνται το φως;

 

Μια μελωδία από αρχαίες τυμπανοκρουσίες έγινε

το μέλλον του μέλλοντος!

Αυτό βλέπω μονάχα...

...και τον φτωχό άνθρωπο να τρέμει

στους κατακλυσμούς!

 

ΙΙ

 

Εσύ ταπεινό βλαστάρι που βλέπεις;

Τα πελώρια τοίχοι της αβασταγής σου

τι χωράνε

σ΄ αυτό το μοναδικό τοπίο της παπαρούνας

και της μαργαρίτας

πόση ευλογία αφουγκράζεσαι στα σωθικά σου;

 

Εσύ χλωρό χορτάρι που ελπίζεις;

Τα χαμηλά βλέφαρα της θωριάς σου

που τελειώνουν

σ΄ αυτό το τυραννικό τοπίο των καλοθρεμμένων αγελάδων

πόσο ποδοπάτημα αντέχει η δύναμη σου;

 

Κι εσύ μέγα ανθρωπάκι που έχεις το θεό σου;

 

ΙΙΙ

 

Η βαθιά τους γαλήνη στην πρώτη καταιγίδα ξύπνησε

έτρεχαν τα νερά και λουζόταν σε ποταμούς

βρίσκοντας ένα όνομα κι έναν προορισμό.

Τόσο τραγική η καταγωγή τους

που κανείς δεν κρατά στο χέρι

το γενεαλογικό του δέντρο

παρά μονάχα το πεπρωμένο απ΄ τις φυλλωσιές του

φθινοπωρινό κι αχνογραμμένο!

Μ΄ αυτούς τους συντρόφους π΄ ακολουθάς

στο Γολγοθά σου

θεέ μου μην τους ντραπείς κι ας είναι παιδιά σου!

 

IV

 

Ξενυχτούσαν τα πουλιά και ρέμβαζα τους γαλαξίες

τα κατορθώματα της ύλης μ΄ όλη τη σιωπή και τη φωνή

που βρίσκει ένα αχαμνό τσαμπί να γίνει σταφύλι.

Ακούστηκαν από νωρίς να γυρίζουν οι πλανήτες

ώσπου στάθηκε ένα φως τόσο παρηγορητικό

που μου μίλησε η βουβή λάμπα μες στους καπνούς

να ξεδιαλύνω το ποιος ήμουν και γιατί ωραία

άπλωναν στους ουρανούς συνταιριασμένες

οι κραυγές των πουλιών

την απελπισία και την ελπίδα.

 

Ξεκινούσα πάντα αργά να ξεχωρίζω

όταν μαθαίνοντας απ΄ τη σελήνη

τα μάτια μου άνοιξαν

στους αστερισμούς ν΄ ακουμπήσω ένα χάδι

   αφού δεν εύρισκα σώμα διπλανού μου

να του ταιριάζει

   ώσπου στάθηκε αδύνατο ένα πρόσωπο τόσο λεπτό

που κόπηκε μονομιάς -όπως μες στο νερό

   που χάνεται η μορφή σου μ΄ ένα απαλό αγέρι

και τραχαίνει η θωριά σου-

να μου αποκριθεί.

 

   Ημέρευα τα πουλιά κι ανακάλυπτα μύθους

τα κατορθώματα της τόλμης

    μ΄ όλη την τυφλή της υποταγή

που κάνει ένα άδειο σακί

    να γίνει ρωμαλέο!

 

΄Ετσι εγκατάλειψα τη ρέμβη στους γαλαξίες

τα μάτια μου κεντρώνοντας στο

μισό φως.

 

V

 

Άνοιγαν τα παράθυρα σαν να τρίζει ένα μυστικό

μια κρυφή λαχτάρα, ένα βλέμμα σκλαβωμένο

και βρήκα έναν παράνομο έρωτα στους μεντεσέδες.

Δεν είχαμε πολλά παράθυρα στη γειτονιά μου

όμως κανένα βράδυ δεν μ΄ άφηναν ν΄ αποκοιμηθώ.

 

Απ΄ την αγρύπνια αυτή έμαθα να ρίχνω λάδι στη λάμπα

και να μετράω την αγάπη σαν ένα φυτίλι που καίει.

 

Πόση αγάπη πήγε καμένη σ΄ όλη μου τη ζωή!

 

Κρυφά απ΄ τις σκιές τα πατήματα κι ύστερα

τα γέλια -σάμπως να μη φοβόταν πια- ξημερωνόταν

κι έσβηνα τη λάμπα ξέροντας πόσα φεγγάρια κάηκαν

μαζεύοντας τη στάχτη τους σ΄ ένα μικρό πορτοφόλι.

 

Αγάπησα τον έρωτα που δε φοβάται το φως

και βρήκα ανθρώπους μονάχα να τον ψιθυρίζουνε

κι έτσι έκλεισα για πάντα τα παράθυρα

να μη με ξυπνούν τα μυστικά των μεντεσέδων!

 

VI

 

Πρωτοζύγισα ένα πινάκιο φακής μα δεν είχε βάρος

όμως τυφλή δεν ήταν η δικαιοσύνη, το μάτι μου έκλεισε

να την ακολουθήσω και τρόμαξα

μες σε βρώμικα κελιά τους αθώους

και σε παλατιών χρυσούς θώκους τους δικαιωμένους

μεγάλα εμβλήματα ξεπληρωμένα απ΄ το μόχθο των λαών

και σε ταπεινά τσαντίρια εγκαταλειμμένο

το έλεος του κυρίου.

 

Κρουταλούσαν τα φλουριά κι άκουγα αξίες

απ΄ αργυρές αγοραπωλησίες

                                 τίτλων

απ΄ αδαμάντινους χαρακτήρες

                                     επωμίδων

από μαλαματένιους αιώνες

                                         υποτακτικών

από ταλιρένια φιλιά

                                                  κι αποκοιμήθηκα…

VII

 

Πρωτοσυνάντησα την Αρετή

τσακωμένη με τη Σοφία

δυό φιλενάδες που μισιόταν

και δεν αγάπησα καμία

μόνο τα ξώγαμα παιδιά τους

που περιμάζεψα απ΄ τους χειμώνες

κι άσπρισαν για πάντα

τα μαλλιά της νιότης μου.

Το έχω ξαναπεί :

 

Αγαπώ τους χειμώνες με καθαρό χιόνι !

 

Πρωτόπαιξα σ΄ αλάνες

με γυμνές πατούσες

και μάτωσαν τα πόδια μου

στα πρώτα μου παπούτσια

μαθαίνοντας να περπατάω.

Γι΄ αυτό αγάπησα το ρούχο μόνο

της φύσης και δεν άλλαξα

τη γύμνια μου για ένα πουκάμισο

φιδιού ή τη γούνα μιας αρκούδας.

 

Πρωτόπαιξα σε πλάνες με γυμνά στήθη

και μάτωσε η καρδιά μου

στο πρώτο τους βιβλίο.

Ρο - ρο  το ρορό

το κεφάλι τους ξερό.

 

Όμως μου είπαν πως η γνώση δεν έχει εξουσία, μόνο

μια αξία σαν τις αντίκες στα μουσεία κι ήταν στο μόνο

 που μου είπαν σχεδόν την αλήθεια. Ύστερα μ΄ έμαθαν

να κάνω το σταυρό μου με το δεξί, ώσπου με το αριστερό

μούντζωσα την πίστη τους κι έμεινα δίχως χέρια

πάνω απ΄ τους γκρεμούς σαν τα αγάλματα που ακρωτηρίασαν

οι καιροί μεγαλώνοντας έτσι την ιστορική τους αξία.

Αυτή η αναπηρία είναι ότι μου έχει απομείνει να εξαργυρώσω.

 

Γι΄ αυτό θεέ μου μην τους λυπηθείς αν έχουν χέρια!

 

Όμως αγάπησε τους, τους λείπει τόσο η καλοσύνη!

Έκανε τόση ζέστη κείνη τη μέρα της δημιουργίας

που ράγισαν οι φλέβες και χύθηκε το αίμα τους.

Αγάπησε τα παιδιά που έσπειρες σε κείνη τη μήτρα

αγάπησε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους

όμως μην τους τιμωρήσεις με νέα σοφία

άστους να βρουν από μόνοι ένα τέλος.

Αγάπησε τη γνώση!

Ας μην αρχίζουμε τη ζωή μας συλλαβίζοντας…

 

VIII

 

Ονειρεύτηκα σχολεία που να χτίζουν τη ρώμη

χειρούργους να εξαλείφουν το φόβο απ΄ τις καρδιές

και πουθενά δασκάλους να μην κακομαθαίνουν οι απoρίες.

 

Ονειρεύτηκα σπίτια που να τα κατοικεί η ψυχή

παράθυρα τις μητρικές αγκαλιές

και πουθενά παραδείσους να μην κακομαθαίνει η αθωότητα.

 

Ονειρεύτηκα μια άφωνη γλώσσα που να μιλά το συναίσθημα

χειρονομίες μεστωμένες με στοργή

και πουθενά λόγια να μην κακομαθαίνει η σοφία.

 

Ονειρεύτηκα χωράφια που να καρπίζουν τα όνειρα

δέντρα που να σέβονται την καταγωγή τους

και πουθενά ημερολόγια να μην κακομαθαίνει η ιστορία.

 

Ονειρεύτηκα αγκαλιές σαν τις κοίτες των ποταμών

και πουθενά χέρια να μην κακομαθαίνει η αρπαγή.

 

Ονειρεύτηκα γόνιμες σοδιές δίχως συγκομιδή

και πουθενά θησαυροφυλάκια να μην κακομαθαίνει η απληστία.

 

Ονειρεύτηκα τους λαούς στη φυσική τους ελευθερία

και πουθενά κοινωνίες να μην κακομαθαίνει η εξουσία.

 

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ όμως δεν αλλάζει τίποτα!

 

Κάντους να ονειρεύονται κι αυτοί θεέ μου!

 

 

Τ  Ε  Τ  Α  Ρ  Τ  Ο  Σ

Κ      Υ      Κ      Λ      Ο      Σ

Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.

      Μάρτυρες δεν υπάρχουν πιά, για τίποτε.

                                              Γιώργος Σεφέρης

 

Ρ Ε Π Ε Ρ Τ Ο Ρ  Ι Ο

 

Ι

 

Πρώτη μου πράξη να σαμαρώσω τη θάλασσα

αυτή που είδα κι άκουσα όταν χυνόταν στο καλούπι της

(μικρούς αστερίες και κήτη γιγάντια παρασταίνοντας

φύκια κι όστρακα και σιωπή άπατη)

μέσα μου κι ήταν απλός ο κοχλασμός της

σαν να μαγείρευε η ψυχή μου ένα δικό της χταπόδι.

 

Αυτή λοιπόν η μεγάλη και παντοτινή

κι εγώ που δε βρήκα αλλού να στραφώ, προσκυνώντας

ατέλειωτα φεγγάρια στα πόδια της

υγρά που μύριζαν άλμη και δάκρυ· υγρά

σαν τα μάτια μου στους γαλαξίες που είδα

και που -ίσως- αυτή ξέρει πως της ανήκουν.

 

Γι΄ αυτήν γεννήθηκα κι όχι γι΄ αυτό που με θέλει

ολομόναχο η αχανής παρουσία κι η έλλειψη

ένας κόκκος που θρυμματίζει η συμπαγή μάζα

μια αντανάκλαση του κυμάτου μες στον αφρό

ποντισμένος εκεί που με ρίζωσε ο τοκετός.

 

Όχι δεν ήρθα για ν΄ αμαρτήσω μάρτυς μου ο θεός

όμως απόκαμα να ελπίζω για χάρη της

κι αυτή ποτέ για δική μου να παίρνει τόσα χρώματα

και να τα βυθίζει σαν το δοξάρι στο κορμί μου.

 

Πρώτη μου πράξη λοιπόν η παρουσία της

και να ξεδιαλύνω πώς μου μιλάει και πού

δείχνει κατά τον ουρανό το φορτίο που με βαραίνει.

 

ΙΙ

 

Μέσα της έπλασα έναν καρχαρία κι ένα δελφίνι

παρόμοια με κείνα που αυτή ήξερε

αλλά με άλλον τρόπο κολυμπώντας για νάχω

ένα δικό μου σημάδι της μοίρας μου.

 

Μοίρα μου τα χαμένα καράβια

τα σπλάχνα της κι οι ανείδωτες κείνες σπηλιές

κάπου στο κορμί της που με καρτερεί κάτι

που ακόμα δε μπορώ να το δω και να το ονομάσω.

Μοίρα μου η μοίρα των βυθισμένων κοραλλιών

κι η γύρη του σύμπαντος.

Ποιο λουλούδι μπορεί να συλλέξει

τόση αλήθεια για να υπάρξω;

 

ΙΙΙ

 

Πρώτη μου ευθύνη ν΄ αμπαρώσω τον ήλιο

αυτόν που έκαψε τα μάτια μου όταν χυνόμουν στο καλούπι του

(μικρούς πλανήτες και νεφελώματα άπειρα παρασταίνοντας

κι άλλους ήλιους και κόσμους και φωνές αναπάντητες)

μέσα μου κι ήταν φρικτός ο κολασμός μου

σαν να ταπείνευε η ψυχή μου ένα δικό του χάδι.

 

Αυτός λοιπόν ο αγέραστος απ΄ τους αιώνες

κι εγώ που βρήκα αλλού να στρέψω, προσφωνώντας

αγίνωτα φεγγάρια των στοχασμών

φως μου μύριζαν και σκοτάδι· φως

σαν την αγάπη μου που πήγε καμένη

και που μόνο αυτός  -ίσως-  ξέρει γιατί.

 

Γι΄ αυτόν γδύθηκα κι όχι γι΄ αυτό που με θέλει

ολόσωμο η αχανής έλλειψη και παρουσία

ένα σώμα που ντύνεται με διαφανή χρώματα

μια αντανάκλαση της ηδονής μες στον κόσμο

παντρεμένος εκεί που με όρισε ο θάνατος.

 

Όχι πως δεν ήρθα για ν΄ αμαρτήσω μάρτυς μου οι ανθρώποι

όμως απόκαμα να ελπίζω για χάρη τους

κι αυτοί πάντα για τη δική μου να παίρνουν τέτοια αρώματα

που να μυρίσει από σκοτάδι η ψυχή μου.

 

Πρώτη μου ευθύνη λοιπόν η αλήθεια του

και να σκιάνω όπως μου μιλάει κάπου

έναν τόπο δροσερό για τη φλόγα που καίει!

 

IV

 

Μέσα του γκρέμισα ένα βουνό κι ένα δέντρο

παρόμοια με κείνα που φωτίζει

αλλά με άλλον τρόπο τα ξανάχτισα για να βρω

μια δική μου απάντηση της μοίρας μου.

 

Φωνή μου τα χαμένα βράδια εκεί στα βαθιά

τα σπλάχνα της πίκρας και των ανείδωτων χαρών

κάπου στο κορμί μου που με κρατεί κάτι

που ποτέ δε μπορώ να το πω και να το εξομολογήσω.

Φωνή μου οι φωνές βυθισμένες στην καρδιά μου

κι η γονή του πόθου!

 Ποιο αστέρι μπορεί να συλλέξει

τόση φωνή για να τη μιλήσει;

 

V

 

Ποιανού η χαραυγή που αναγγέλλεται

με παρακρούσεις συνειδήσεων μακρινών από λαβυρίνθους

δοξαστικούς εμετούς και πικρόχολες εκθλίψεις;

 

Ένα αγγελάκι αντιπαλεύει την κόλαση και ζητάει

απ΄ το θεό του δύναμη!

 

Λυπήσου θεέ μου, τρέμουν τα χέρια. Τρέμουν!

 

Καθώς παγωμένα αγγίζουν πάνω στα πράγματα

που μου δώρισες

δε γνώρισα τόση παγωνιά, παρά μόνο στην ψυχή τους.

 

Ποιος μου κόβει το λουλούδι;

Ποιος μου σιωπά το τραγούδι;

Ποιος μου γκρεμίζει το ναό;

Ποιος μου σκοτεινιάζει το φως;

Ποιος μου κλέβει τον έρωτα, το φιλί, το γνέμα,

το πινέλο, το μολύβι, το φωνήεν, το σύμφωνο, το ρήμα;

 

Όλα Εσύ μου τα έδωσες κι όλα Αυτοί μου τα παίρνουν!

 

Λυπήσου τους θεέ μου, μακραίνει το χέρι τους…

Μακραίνει!

 

VI

 

Δεν είδα φωταψίες ούτε ανεξήγητα όνειρα

όπως κατακλυσμούς και θαύματα μεγάλα.

Τα σκυλιά και τα θρασίμια μονάχα

σε πρόσωπα αγγελικά

να τρώγονται αναμεταξύ τους.

 

Όσο μάταιος κι αν υπήρξα όμως δεν τους έφτασα…

μια φορά από μακριά κοίταξα ένα πρόσωπο κατάματα

και τα δόντια του κροτάλισαν σαν από οργή

μια που μέσα τους γεννήθηκε ο φόβος κι ύστερα

άλλη μια φορά ντύθηκα ένα εσπερινό ακρογιάλι

θέλοντας να συναντήσω τον εαυτό μου γερασμένο.

 

Μόνο τη στάχτη των ονείρων είδα, όχι τα όνειρα τους.

Μικρούς κλαυθμούς και ξέψυχα αναφιλητά

και μόνο τότε κατάλαβα πόσο μόνος ήμουν

και πόσο ολομόναχος έμελλε να γίνω.

 

Δεν άκουσα μελωδίες αγγέλων ούτε καμπανοκρουσίες.

Δεν άκουσα ψαλμούς ούτε ύμνους να με συναρπάσουν.

Τα σαγόνια και τα κομμάτια τους μονάχα, παντού

κι αληθινές αγκαλιές να κλείνουν.

 

Όσο αργά κι αν περπάτησα δε μ΄ έφτασαν.

Πάντα από κοντά τους κοίταξα

κι από κοντά δε με κοίταξε κανένας.

 

VII

 

Δε λυπήθηκα παρά μόνο όταν με γνώρισα.

Ήμουν ένα χέρι από άλλους ουρανούς ματωμένο

μες στα κοφτερά τους δόντια, όμως ποτέ

δεν αιμομίκτησα μαζί τους μια που το θέλημα

του δικού μου θεού δεν ήταν να τους απαρνηθώ.

Όμως πόνεσα γιατί αλλιώς δε μπορούσα

τα φόβητρα των σκιών τους μες στα δάση

που τριγυρνούσε η ψυχή μου, μες στα λιβάδια

που έσερνε τις πληγές του ο στοχασμός μου

και μες στην απατηλή νύχτα που τους συντρόφευσα.

 

Όχι πως δεν ήμουν όμοιος τους αλλά μάρτυς μου ο λόγος

όμοιοι μου δεν ήταν κι ας καμώθηκα το σύντροφο τους.

 

Καλύτερη όχι· μα από άλλο αίμα η καρδιά μου

που δεν άντεχε την ασπλαχνία κι όλο χτυπούσε

καθώς την ζύγωνε, όπως το μπαστούνι του νερομάντη

που δονείται αφήνοντας τα σημάδια της πηγής.

 

Δεν έκλαψα παρά μόνο όταν μ΄ αντίκρισα.

Ήμουν ένα αστέρι από άλλο γαλαξία φοβισμένο

μες στα λαμπρά τους μάτια, όμως πάντα

δε συγκατοίκησα μαζί τους μια που το θέλημα

του δικού τους θεού δεν ήταν παρά να μ΄ αγαπήσουν.

 

Όμως χάρηκα γιατί αλλιώς δε μπορούσαν

το γόητρο του ίσκιου μου μες στη φωτιά τους

που την άναβε η ψυχή  μου, μες στα σκοτάδια

που έκλεινε τις πόρτες του ο λογισμός…

 

και μες στην απατηλή αγκαλιά που μας κράτησε.

 

Όχι πως δεν ήταν όμοιοι μου αλλά μάρτυς μου οι ίδιοι

όμοιος τους δεν ήμουν κι ας το πληρώθηκα!

 

VIII

 

Υπήρξαν πράξεις πολλές κι όμως καμία

μεταλαβαίνοντας το ρημαγδό και την αφωνία

κι αν είπα μια λέξη ήταν για να έχω μιλήσει.

Τέτοιος ο κόσμος μου που να μη χωράει

ένα τόσο δα φύλλο δάφνης και τόσο απέραντος

που να περισσεύει σ΄ όλους τους καημούς

κι ο δικός τους πάντα συννεφιασμένος

μ΄ ένα αστροπελέκι στα σωθικά του.

 

Άντεξα πληγές όπως η μάνα την αγρύπνια

πάνω απ΄ τον πυρετό κι έκαψα νομίσματα

να ζεσταθούν οι φτωχές μου ώρες

όμως δε ζεστάθηκαν.

 

Υπάρχω πάντα κι όμως δε βλέπω

ανοίγω τα μάτια μου και σταματά το μέλλον!

 

Ποια κατάρα δεν εξευμένισαν οι θεοί

και δεν έχω μια πυξίδα διαφυγής;

 

ΙΧ

 

Ακόμα άκοπος μες στον κόσμο πώς να κλάψω

τα καράβια ερωτεύονται τη θάλασσα

τα πουλιά ερωτεύονται τον ουρανό· πως μπορώ

στο δάκρυ μου να κλέψω όλο τον έρωτα;

 

Ποιανού παιδιού το δάκρυ να κλέψω αφού το δικό μου

αγιάτρευτο δεν κλείνει πληγές και το δικό σου

 

έχει τόσο εαυτό μέσα , όση ασπλαχνιά η ακαρδία.

 

Ακόμα αγίνωτος μες στην άνοιξη πώς να θρέψω

το στόμα του έρωτα ν΄ απαγγείλει τη ζωή

τα δάση να ερωτεύονται τα μελίσσια μαζί του

κι οι νιφάδες τις αμυγδαλιές. Που να βρω

έναν τόσο καθαρό πόνο να στέρξει ο έρωτας

που γι΄ αυτόν η ζωή δεν έστερξε ένα όνειρο

άλλο απ΄ την ανατριχίλα των χειλιών και τα χέρια…

 

δεν ξέρουν ακόμα να κόψουν τη χαρά του.

 

Πότε θα σημάνουν οι σειρήνες της απελπισίας

να γυρίσουν στα καταφύγια τα άδικα χρόνια;

 

Χ

 

Εδώ η γιορτή και το μεθύσι της παπαρούνας

και θα χορέψουν οι έρωτες μονιασμένοι

πάνω στη νωπή γη των δακρύων μου

κι ύστερα θα ξεσπαθώσουν οι αγάπες

και θα καταλάβουν την οικουμένη!

 

Ακόμα άκαρπος μες στους ανθρώπους

πώς να θρηνήσω

τούτο τον κόσμο που δεν έχει βολή

και τούτη τη μέρα που αργεί να ξημερώσει

και δε βλέπω τη χαραυγή μου

παρά μονάχα

όταν το κλαρί σκαρίζει

κι ο μελισσουργός σέρνει

την άνοιξη!

 

ΧΙ

 

        Ελέησε τη σιωπή και δώσε

έναν καρπό της φωνής σου

τέτοιον που να φτάνει

την καρδιά της παγωνιάς

και ν΄ αδειάζει την παρακμή

της πίκρας της.

 

Βρες ένα λόγο να πάψει η τόση ψευτιά, ένα έργο

που να ταιριάζει στην αλήθεια και τότε

μπορούμε να δώσουμε τα χέρια πάνω απ΄ τη φωτιά

και να συνταιριάσουμε το τραγούδι με τα όνειρα.

 

Κόψε ένα φθόγγο μέσα σου που να μην έχει πνιγμό

ένα γιατρεμένο κύτταρο να μπολιάσεις τη χαρά

κι εγώ θα σου κρατώ το χέρι στην ανεμόδαρτη ράχη

να σηκώσουμε μαζί σημαία την ψυχή των ερώτων.

Απάλειψε το φόβο και

μπες στην ουσία του

φορτωμένος με το ρούχο

που έπλυνε η θάλασσα

μες στους στεναγμούς

και τα ταξίδια της.

 

Πάρε ένα φωνόγραφο απ΄ τα βάθη των αστεριών που

   να μην έχει ακούσει λυγμό να ξεπλύνουμε την ακοή

μια ώρα που οι άνθρωποι θα κοιμούνται

   για να ξυπνήσουν απ΄ τα όνειρα στη χώρα τους

και να ευλογηθεί η κατάρα των αιώνων.

 

Φτιάξε ένα φωτοστέφανο από μικρές αλήθειες

να βρούμε μια παναγιά να τη στολίσει

που δε θα δέχεται τάματα ούτε όρκους

παρά μονάχα αγάπη και στοργή.

 

Σκόρπισε ένα σύννεφο πάνω απ΄  τα σκοτάδια

και στάξε μια γουλιά καλοσύνης στα σωθικά τους

να κουρνιάσουν τα αρπακτικά στην άβυσσο

και να σηκωθούν τα σκυμμένα κεφάλια

καταμεσής στα χωράφια και τις πλαγιές.

 

Πίστεψε ένα θεό που

να μην έχει αυτοτέλεια

δίχως πιστούς και

παραδείσους

να κερδίσουμε αυτή τη ζωή

που μας φτάνει

όταν χορτάσει η καρδιά μας

καλοσύνη

και τα μάτια μας

την ευτυχία των άλλων!

 

ΧΙΙ

 

Θα θρηνήσω μονάχος την τραχιά ανέμη

σκυφτός θα ξυπνήσω ένα άνθος άγουρο

   στους ανέμους θα θάψω τις νύχτες του σκότους

και θα΄ ρθώ καταπέλαγα μ΄ ένα αλφαβητάρι

της γλώσσας που μ΄ έμαθα ο ταπεινός ίσκιος

και θα σηκώσω φωνή ώσπου να ξυπνήσει η γοργόνα

κι η τρίαινα του Ποσειδώνα θα συντριβεί !

 

Λυσσώντας θα φτάσουν οι πρωινοί ανέμοι

και θα φουσκώσει η αμαρτία αυτή που είπαν

πως κρατεί τη ζωή στο σκοτάδι και θα ταξιδέψει

μέσα στο χρόνο να χαθεί το άχραντο

επιστρέφοντας η γαλήνη της ελπίδας μέρα

που τα ζώα θα μιλούν σαν τους ανθρώπους

κι οι άνθρωποι θα γαργαρίζουν σαν τα ποτάμια.

 

Όντας δεν πρέπει να έχω παρά μονάχα οίστρους

κι εσύ παρά μονάχα ακοή και γνώση

τούτης της φυσαλίδας που σκάει στο στόμα

σαν της αυταπάτης την απότομη πτώση

και του άπειρου κενού τον λειψό χρόνο

για ν΄ αναθαρρήσει το βιός του ήλιου.

 

Θα θρηνήσω στερνός στην τραχιά κόψη

ματωμένος να γεννήσω ένα άνθος

στους καιρούς να ράψω ένα ρούχο ανθρώπου

και θα σταθώ κατάπρυμνα κάτω απ΄ τα πανιά

της γνώσης που μου έδωσε η ταπεινή προσευχή

και θα σκύψω το κεφάλι μέχρι να βρεθεί θεός

που θ΄ αγαπήσει την ορφάνια του κόσμου.

 

Τρανά θα φτάσουν τα πρώτα ανεμοβρόχια

και θα φουντώσουν τα χωράφια το ψωμί μας

όσο κρατάει η ζωή και θα χορτάσουν

τα στόματα σταματώντας να καταριόνται

το πλήθος των αστεριών και την κακή μοίρα

που έδωσε από ένα άστρο τύχης του καθενός μας!

 

Ρ  Ε  Μ  Β  Η

 

Ρέμβασα το κλάμα και την προχειρότητα του πόνου

ανθρώπους που ξεγελάστηκαν στη σαγήνη του πόθου

βρώμικους ερωτιδείς σε στάσεις περίσφιξης

και λαιμούς φτιαγμένους για την καρμανιόλα.

Είδα πολλές μέρες να κοντοστέκονται καθώς δεν ήξεραν

κατά που να τραβήξουν και χρόνια καθισμένα στην πέτρα

όμως πουθενά δε βρήκα μια στιγμή να ξαποστάζει

σαν σταγόνα δροσιάς σ΄ ένα ανθρώπινο φύλλο.

 

Υποτάχτηκα στο μάταιο τούτο κόσμο σαν δροσαχή

μέσα μου πνίγοντας τα φαρμάκια της οχιάς

και το μήλο δάγκωσα που οι πρωτόπλαστοι έκοψαν

μέσα σε στόματα που δεν έπαυε το αγκομαχητό τους.

Άγγιξα πολλούς πόθους που διαλύθηκαν χωρίς αιτία

κι ημέρεψα πάθη όπου βρήκα ένα χαμοκέρασο

ντύνοντας τα χέρια μου με την ηδονή και την έκσταση

μέσα σε σπηλιές και χειμαδιά θηρίων.

 

Αποσκίρτησα απ΄ τα νυσταγμένα σεντόνια της ηδονής

και νίκησα το μέλι των ψευδεπίγραφων χειλιών της

αλλάζοντας κάποτε το κοντομάνικο που μ΄ έντυσε η νιότη

με τη γύμνια και την ερημιά μιας μοναχικής κορφής.

Λάτρεψα τους ανθρώπους που δεν είχαν μίση

όμως δεν κανάκεψα ποτέ την καλοσύνη τους

ανοίγοντας το φιλί μου στην εγίρα του σεβασμού

και στο στόμα του έχυσα τη φωνή και το σκοτάδι.

 

Μόνος θεός μου το ανύποπτο και σεμνό ματοκλάδι

αναζητώντας σ΄ ένα θερισμένο χόρτο μια πνοή

και σ΄ ένα άκοπο λουλούδι τον τρόπο του θανάτου.

Δεν είδα τίποτα που να λάμπει όσο η μοναξιά

και δεν είπα φυλακή την ελευθερία γιατί κι αυτή

κρατά όσο κι ο ήλιος που δεν έχει ευθύνη

αν τα δέντρα δεν αντέχουν στην ξηρασία.

Μόνος και θεός και άνθρωπος με ελέησα

μ΄ όσα μου είχε προικίσει η φύση τη γνώση

κι όσα μου προίκισαν οι ανθρώποι

για τον τελευταίο μου γάμο με την αφωνία.

 

Μόνη γνώση το αλάθητο κείνο στόμα της γεύσης

που άρμεξα την καταιγίδα όπου θρηνούσε

κόρεσε την ύπαρξη μου με πρωτόφαντους καρπούς

ίδιους με κείνους που κάνουν όλα τα δέντρα

αλλά με άλλα κύτταρα αντίληψης δαγκωμένους.

 

Μόνη ελπίδα το αλάθητο εκείνο χέρι που κρατεί

μες στους ανθρώπους τον πόθο και κινά το φιλί

αναζητώντας ένα στόμα παρόμοιο με το δικό του

μα όταν δε βρίσκει δε χάνει τη γλύκα του

και στάζει σαν δροσοπνοή μελώνοντας την ελπίδα.

 

ΙΙ

 

Στέρφο χωράφι η πληγή των αιώνων που ματώνω

άστεγη η φυλή των ονείρων που συγκατοικώ

στεγνός ο φόβος των ανθρώπων που συγκαταλέγομαι

βαθύ το βράδυ των σκιών που συμπορεύομαι.

 

Εδίθ μαζί στην ίδια στήλη αποσβολωμένοι

κι ο κόσμος απόμακρος -χαμένος στο μέλλον-

που δεν είδαμε με στραμμένο το κεφάλι

στο ρημαγδό που σάρωσε την αμαρτία στα Σόδομα.

 

Μαζί εκλιπαρώντας τη χαμένη μας πίστη

εξευμενίζουμε τη θεϊκή μεγαλοψυχία

να συμπορευτούμε στο κατόπι του μέλλοντος

ξεπληρώνοντας με την τόλμη μας την αλήθεια

που θαρρετά τα μάτια μας αντίκρισαν :

 

Τούτο τον πλάνο κόσμο της συντριβής

από όργητες και μίση θεών κι ανθρώπων!

 

ΙΙΙ

 

Στο ¨πάνθεο¨ των στοχασμών συγκαταλέγω

την ευθύνη που απειλεί το σπέρμα μου

και τη στέρφα ψυχή που δε βρίσκει παράδεισο.

 

Στο ¨πάνθεο¨ των αρετών συγκαρπίζω

το φως, τον ουρανό και τη γαλήνια θάλασσα

σταλμένος απ΄ το αύριο, νοσταλγός του μέλλοντος.

 

Στο ¨πάνθεο¨ των αθώων συγκατηγορούμενος

με την αμαρτία, τον πόθο και τα ανίκητα πάθη

εκτίω την ποινή του ανθρώπου.

 

Στο ¨πάνθεο¨ των λυγμών εκθλίβω

την πέτρα, την αλμύρα και το άπειρο

εκχυμώνοντας τη δισδακρύα της μετάνοιας.

 

Στο ¨πάνθεο¨ των ωρών συμπληρώνω

το σφυγμό, την ανάσα και το βλέμμα

που οφείλω στη φυλή των ονείρων μου.

 

Στο ¨πάνθεο¨ των αιώνων αποποιούμαι

το χρυσό, το μέγα και το λαμπρό

της σάρκας τους την αλγηδόνα και την ευφροσύνη!

 

IV

 

Έγχελυς τελειώσανε τα αρνιά μου

μα αξευμένιστο παραμένει το φάντασμα σου…

 

Εγχειρογαστορικές αγκαλιές που με κουρσέψατε

εγκολπισμένος σφαδάζω στα σωθικά σας…

 

Διοτίμα στου Πλάτωνα το συμπόσιο που μου αποκρίθηκες

         κι έχτισε την κατοικία του ο πλάνος μου έρωτας…

 

Ευρύκλεια που με μέστωσες και πρώτη εσύ την αγκαλιά σου

μ΄ ανοίγεις επιστρέφοντας στην Ιθάκη μου…

 

Ηώς που μου χάρισες το παρθενικό σου φως

και ζύμωσα τα αχτιδοβόρια των αδελφών σου…

 

Καλλιστώ που έσκυψες μέσα μου τα άστρα σου μεταμορφώνοντας

το σκοτάδι μου, όπως εσένα ο Δίας…

 

Ιουδίθ που μου σύντριψες την απειλή όπως του Ολοφέρνη

το απερίσκεπτο κεφάλι που λαγνόκοψες…

 

Κήρες που με πλανέψατε κι έχασα το φωτεινό δρόμο

αναζητώντας των σκοταδιών τη διέξοδο…

 

Δηιάνειρα τη δόξα που μου στέρησες, όπως τη δική σου

οι άθλοι του πολύγνωστου Ηρακλή…

 

Ειλείθυια που προστάτεψες του νου μου τον τοκετό

και των φωνών μου την επώδυνη γέννα…

 

Δηιδάμεια την πτέρνα που μου έπλυνες για να μη μείνω

αθάνατος όπως ο άντρας σου…

 

στην  Κ ά ν α θ ο  σας λούζω

για να κινήσει η αθωότητα απ΄ την αρχή

στην αρχή της προπαράδεισης λάμψης της

όπως η παρθενιά στο κορμί της  ΗΡΑΣ

 

μια που το νερό της δε μου ξεδίψασε την αμαρτία

  και αναγγέλλομαι αγνωμονώντας απάρθενος !!!

 

 

 


Σ  Η  Μ  Ε  Ι  Ω  Σ  Ε  Ι  Σ

Αγρικώ : ακούω, αφουγκράζομαι με προσοχή.

Αιμοσταγεί : στάζει αίμα …

Αερόγαμα : τα φυτά που η επικονίαση τους γίνεται με τον αέρα.

Αφαλοκόβω : κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου.

Αγάπανθος : είδος καλλωπιστικού φυτού.

Αγάλακτος : που δεν έχει θηλάσει, αβύζαχτος.

Γαλαθηνός : που ακόμα θηλάζει, βυζανιάρικος.

Γιοφύλλι : η αγριοβιολέτα.

Γλυφαίνω : κάνω κάτι γλυφό, υφάλμυρο.

Γλωσσαλγία : ακατάσχετη φλυαρία.

Δεξίμι : δώρο που έρχεται από μακριά.

Εγίρα : Αραβικά η μετανάστευση - η φυγή του Μωάμεθ από τη Μέκκα και η εγκατάσταση του στη Μεδίνα.

Έλκω το γένος : κατάγομαι.

Καπλάνι : η τίγρη -άνθρωπος ακατάβλητος , ¨θηρίο¨

Κέφιρ : είδος ποτού, από τις χώρες του Καυκάσου.

Κλεψίγαμος: νόθος, που γεννήθηκε από κλεψιγαμία.

Μαγνάδι: πέπλος, αραχνοΰφαντη καλύπτρα της κεφαλής των  γυναικών.

Κιβούρι: τάφος.

Ξιφάδι : μικρό ξίφος …

Ξόμπλι: η κακολογία -ποίκιλμα, κέντημα.

Στωμύλος : ευφράδης, εύγλωττος.

Χλαπαταγή : θόρυβος από φωνές.

_____________________________________

Δηιδάμεια : σύζυγος του Αχιλλέα.

Δηιάνειρα : σύζυγος του Ηρακλή.

Διοτίμα : ιέρεια από τη Μαντινεία στο πλατωνικό συμπόσιο που αναπτύσσει τη μεταφυσική του έρωτα.

Έγχελυς : μυθ. Θαλασσινό φάντασμα στη Κω στο  οποίο θυσίαζαν αρνί.

Εδίθ : σύζυγος του Λωτ που μεταβλήθηκε σε στήλη άλατος,  επειδή,  παραβιάζοντας  διαταγή του Θεού  αντίκρισε τα  καταστρεφόμενα Σόδομα.

Ειλείθυια : μυθ. αρχαία ελληνική θεότητα, προστάτισσα των τοκετών, κόρη του  Δία και της  Ήρας.

Ευρύκλεια : τροφός του  Οδυσσέα, που τον αναγνώρισε πρώτη κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη.

Ηώς : μυθική θεά, αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης που προσωποποιεί το  πρώτο  φως της  Ημέρας.

Ιουδίθ : Ισραηλίτισσα που για να σώσει την πατρίδα της σαγήνεψε το στρατηγό των εχθρών  Ολοφέρνη και επωφελούμενη απ΄ τον ύπνο του  έκοψε το κεφάλι.

Καλλιστώ : μυθ. νύμφη την οποία ο Δίας μεταμόρφωσε άρκτο (Μεγάλη άρκτος).

Κάναθος : πηγή στο Ναύπλιο στην οποία σύμφωνα με το μύθο, λουζόταν η Ήρα για να ξαναποκτά την παρθενιά της.

Κήρες : μυθολ. κακοποιά πνεύματα.