Ποιητική συλλογή «Διαδρομές»

ΔΙΑΔΡΟΜΗ   Ι

1. Άτιτλο

 

Για τη μελαγχολία του φθινόπωρου

έχω δυό λόγια :

 Εποχή μεταβατική που σε κάνει να νιώθεις

ότι από κάπου έρχεσαι και κάπου πηγαίνεις.

 

11/10/1992

 

2. Φωτογραφία

 

Ανάστροφη πορεία ακολουθάς

μες στη μουραύγια πνίγοντας τη φωνή σου.

Ναυάγιο του μέταλλου και της λαμαρίνας

η θύμηση παλιών φίλων.

 

Με μια φωτογραφία στο χέρι

η μοναξιά είναι πιο φιλόξενη;

 

6/9/1992

 

3. Φθινοπωρινή απουσία

 

Δρόμοι αδειανοί μέρες φθινόπωρου

σ΄ ένα νησί που το μαγεύει η θάλασσα

καθώς το ζώνη ανυπότακτη

ροές αδίστακτες του χρόνου κι οι ακτές.

Μετρήσαμε τα χρόνια που περάσαν

πολλές απότομες πλαγιές κι όνειρα

αραγμένα του νότου.

Ήταν ύστερα απ΄ το καλοκαίρι

με τους πελαγίσιους ήλιους

και τα λευκόκρινα στους αμμόλοφους μαραμένα.

Εσύ είχες φύγει …

 

17/3/1992

 

4. Δίχως απόφαση

 

Που γυρίζεις που πας και σε ποιούς τόπους

ζητάς τις χαρές που έμειναν πίσω ξεχασμένες;

 

Με το λιοβόρι τρεχαντήρι στον κόσμο

γυρέψαμε τις γαλήνες της ζωής

που όμως πέρασε αθόρυβη από μπροστά μας.

Τα πάνλαμπρα ζαφείρια των άστρων

που χρόνια ονειρευτήκαμε

κομμάτια από κάρβουνο τώρα

που πέφτουν ένα - ένα στο κόκκινο πέλαγος.

 

Κοιτάς τα χέρια σου

με τη γραμμή της τύχης σου τυφλή

στην αριστερή σου παλάμη

και δε μπορείς ακόμα ν΄ αποφασίσεις

τι είναι της ζωής και τι του θανάτου.

 

28/3/1992

 

5. Μικρή αφήγηση

 

Έτσι χάθηκε αυτός ο άνθρωπος:

Μ΄ ένα τυφλό κλειδί στο χέρι

κάπου στην έρημη πόλη περπατώντας.

Τίποτα δεν κρατούσε μαζί του. Τα χείλη

που τον βάσταγαν τα έριχνε στους στεναγμούς.

Σώματα δωρισμένα της μουσικής -έλεγε-

για να ζηλεύει η μοναξιά. Τίποτα άλλο.

 

Έτσι χάθηκε κι αυτός ο άνθρωπος:

Μ΄ όλα τα χρώματα της σκοτεινιάς αναμειγμένα

σ΄ ένα τυφλό κλειδί…Τίποτα άλλο.

 

6/9/1992

 

6. Αδιέξοδο

 

Τ΄ απόβραδο έφτασε ακάλεστο κι αμίλητο.

Αχ και να σ΄ είχα στην αγκαλιά μου

να μοιράσω τη μοναξιά σε τέσσερες παλάμες

τη νύχτα σε τέσσερα μάτια και το φιλί

σε δυό στόματα.

Βάρυνε η φωνή και το αλφαβητάρι

δε φτάνει να φτιάξω μια λέξη διαφυγής.

Τα μάτια σου … που είναι τα μάτια σου;

να δραπετεύσω στο άπειρο.

 

Στενή φυλακή τ΄ απόβραδο και το στρώμα

ακόμα νοτισμένο απ΄ την προηγούμενη μοναξιά.

 

30/3/1992

 

7. Αναίτιος χρόνος

 

Άστραψαν επτά φορές τα μαχαίρια

πήραν αίμα και φωνή τα χέρια μας

αργά ένα δείλι που έκλαιγε μια φλογέρα

κι ένας αστρομάχος μας έδειξε τις πληγές του.

 

Αναίτιος χρόνος τώρα και λιγόψυχος καιρός

όλο αγιάζι μπαίνει απ΄ το παράθυρο

και σέρνεται η ζωή σαν τις ψιχάλες

που γλιστρούν στα πλατανόφυλλα.

 

Το πρωινό κελάρυσμα, τ΄ άνθη της μπουγαρινιάς,

η δυνατή βροχή, οι ίσκιοι στις φυλλωσιές

μια φυλακή κι η θύμηση στο φαρδύ κρεβάτι

του πόντου μαζί σου ναρκωμένη.

 

21/8/1993

 

8. Παρακίνηση

 

Το φως που χαμηλώνει και ξαναγυρίζει

η πρωινή κουβέντα της μέλισσας στη μαργαρίτα

το σταθερό χέρι που χαράζει τις κορυφογραμμές

υπάρχουν μαζί με τ΄ όνομα που είναι ποτισμένο

στις φλέβες σου.

 

Γύρισε το κεφάλι στην ανατολή.

Το τραγούδι που ξαναρχίζει σιγανό

η ξαφνική βροχή στην καλοκαιριάτικη μέρα

το αλάφιασμα του τσοπανόσκυλου

υπάρχουν μαζί με το χαμόγελο που είναι κουρασμένο

στα χείλη σου.

 

Άνοιξε την καρδιά σου στον άνεμο κι ανάσανε!

 

9/7/1993

 

9. Άνοιξε τα μάτια

 

Ανήσυχες νύχτες με ταραγμένα όνειρα

στο μοναχικό προσκέφαλο κι η αγκαλιά

μια ξεχασμένη βάρκα που πλέει στο δειλινό

με μοναδικό επιβάτη ένα λυπημένο παιδί.

Κουρασμένες μέρες με πολλούς φωνόγραφους

στη στροφή του δρόμου και μια ραγισμένη λατέρνα

με δυό μάτια καρφωμένα πλάι στις χάντρες

που όλο κοιτάζουν το σταματημένο κύλινδρο.

 

Άνοιξε τα μάτια. Σ΄ αυτή την πανσέληνο

που θα ξυπνήσουν οι λυκάνθρωποι να δεις

το αληθινό φεγγάρι που τόσα χρόνια δε θέλαμε να δούμε.

 

1/7/1993

 

10. Ερωτηματικό

 

Όσο καρτέρεσα ένα διάφανο δάκρυ

μια σιγανή φωνή που να μη φτάνει αλλού

παρά όσο μια ανάσα 

ένα φιλικό χέρι στο συντροφικό μονοπάτι

τόσο άκουγα ήλιους να φεύγουνε.

 

Αναγνωρίζεις εύκολα τους ήχους όταν γνωρίζεις το δάσος;

Ανάμεσα στη φωνή του κούκου και το τσάκισμα του κλαριού

το τρεμούλιασμα του ανέμου στα φυλλώματα

το σύρσιμο του φιδιού στα χαμόκλαδα

το φτερό του τρυγονιού και το αλαφροπάτημα της αγριόγατας;

 

Γνωρίζεις εύκολα τους καημούς όταν γνωρίσεις τον κόσμο;

Το πέρασμα από τη λύπη στην άλλη λύπη

το ρίγισμα της ραχοκοκαλιάς και το ράγισμα της ψυχής

τη βορινή διαδρομή κάτω απ΄ τ΄ άστρα του σκορπιού;

 

Βρίσκεις εύκολα τους στεναγμούς όταν μάθεις τους ανθρώπους.

 

Όσο καρτέρεσα ένα υπερήφανο βλέμμα

τόσο μετρούσα ήλιους τυφλούς να καίγονται.

 

2/7/1993

 

11. Λησμονιά

 

Χαμένες οι παλιές εικόνες

με την υπνωτισμένη θύμηση να κλείνει το μάτι

κάπου εσύ μια λάμψη ξεχασμένη

και το λάδι δειλά να καίει της υπομονής

την ίδια από πάντα απόφαση.

Σαν δεν έχεις τρόπο, όλες του ονείρου οι ερμηνείες

οδηγούν τα βήματα σου στο δρόμο της λησμονιάς.

 

 

12. Ψυχή τ΄ αγέρα

 

Το καρδιοχτύπι της άνοιξης πάνω απ΄ το φουντωμένο κάμπο

κι οι ανάσες τις ευωδιάς που η επιθυμία τις ήθελε δικές μας.

 

Κάτω απ΄ τον άσκεπο ουρανό ανταμώσαμε το μεσημέρι

βαρύ από ίσκιους των ανθρώπων που κάποτε

αγαπήσαμε τις φωνές τους σκιές κι εμείς

του κάστρου που σφραγίζει την καρδιά μας.

Κάτω απ΄ το λάμπος του ήλιου μιλήσαμε

κι όμως δεν είχαμε να πούμε τίποτα.

 

Η ψυχή του αγέρα πάνω στο θαλασσινό βράχο

δάμασε το πέλαγος και τσάκισε η γαλήνη του μεσημεριού

κόβοντας ένα ακόμα χαμόγελο απ΄ το δέντρο της σιωπής.

 

17/4/1993

 

13. Απορία

 

Μέσα στο χρώμα του μαγιού εσύ

με τα λαγόνια ακουμπισμένα στο φρέσκο χόρτο τι γύρευες;

 

Οι διαδρομές του ήλιου που σε κάψανε

σαν έλαμπες στη χρυσή σου πανοπλία

βαριά αλλά σίγουρη από προστασία

άνθισαν το ελάχιστο κίτρινο λουλούδι

που πρόσεξες μονολογώντας:

– Πόση ομορφιά και πόση λεπτομέρεια αλήθεια

σ΄ ένα τόσο δα μικρούλι πραγματάκι.

 

24/6/1993

14. Φυγή

 

Σε μια διαδρομή διάφανη ακολουθώ

το καθαρό γυαλί το αστραφτερό

πίσω απ΄ το πράσινο και το μπλε

που βγάζει στην έκσταση.

Φτάνω εδώ

με τις φωνές που δεν είναι πια μόνο φωνές

και τις βραδινές ακρογιαλιές που δεν είναι πια μόνο φεγγαρόλουστες.

Τη νοσταλγία την ερημική και την απλησίαστη

των απόκρημνων βράχων του νοτιά ακουμπάω

με την πάχνη π΄ απλώνει πάνω απ΄ τα σγουρά μαλλιά τ΄ Απρίλη.

Με τη στέρνα να στερεύει στο δρόμο

και τα κυκλάμινα να γέρνουν στο ποδοβολητό των αλόγων

αφήνω πίσω

τις χαρές κουρασμένες και τη μαγεία

του μετά και του ανείδωτου της νιότης.

Γι΄ αυτό που είδα και δεν είπα άλλο από φωτιά

φωτιά τη λάμψη που αναλώνει τα βλέμματα

στη βαθύ των οριζόντων

με τους πέτρινους ήλιους τους παγερούς να βασιλεύουν…

Γι΄ αυτό που πήρα και δεν είπα άλλο από σίδερο

σίδερο την αγκαλιά των σωμάτων

που τα μαστιγώνει η σκοτεινιά των δειλών ερώτων

φεύγω εδώ

που τρίζει το σαγόνι της η παγωνιά

κι ένα δεντρί ερημικό με περιμένει.

25/12/1991

 

 

15. Θλιμμένο απόγευμα

 

Ήταν μετά τη βροχή. Αναμονή

θλίψη κι ο καπνός

του τσιγάρου βαρύς.

Δε σε περίμενα κι όμως ερχόσουν

καθώς στράγγιζαν τα φύλλα το χώμα.

Ένοχο απόγευμα της σιωπής… Κάθε σταγόνα

και μια λέξη απ΄ τα περασμένα.

 

20/5/1992

 

16. Ο τελευταίος δρόμος

 

Μες στη σκιά των ανθρώπων γονάτισα

την καμπάνα των λυγερών κυπαρισσιών

κι απόμεινε η ευλογία μονάχη

σαν ήρθε και πέρασε η νιότη και τ΄ όνειρο

πάνω στ΄ αγκάθια της τριμμένης σάρκας.

 

Δάκρυ λυπημένο της μάνας η πέτρα λάμπει

στο φως και βαραίνει στο χώμα ο αναστεναγμός.

Μια μεγάλη αγάπη και μια θάλασσα

θα φέρναν οι χρόνοι μα χαθήκαν

και το παιδί που κρατούσε τις δάφνες

στην Αυγουστιάτικη γιορτή

γερασμένο στη λοξή πλαγιά προσεύχεται.

 

Άδειοι οι δρόμοι και το χώμα στεγνό

η ζωή αθωωμένη απ΄ την αμαρτία κρεμάει

στην κορυφή του πλάτανου

τα χέρια του ήλιου που δοξολογούν

πέρα ως πέρα στον κάμπο τα δρεπάνια

το σπόρο που φύτρωσε και τα γινωμένα στάχυα

που πέφτουν για να φουντώσουν οι θημωνιές.

 

Μες στη σκιά των ανθρώπων γέρασα

η οσμή της κλεισούρας και το νοτισμένο φιλί

μ΄ άνοιξαν διάπλατη τη φυλακή τους να περάσω.

Μνήμη νυχτωμένη μες στο σβησμένο λυχνάρι

ο δρόμος που γυρισμό δεν έχει

με το άρωμα του φορτωμένο στο κορμί μου

θα είναι ο τελευταίος.

 

18/4/1992

 

17. Έλα πριν φανεί το άλλο φεγγάρι

 

Του κρύσταλλου νερού διάφανη

ανταύγεια της δροσιάς έρχεσαι

με το σούρουπο στα μάτια

και του αναπάντεχου φόβου την κομμένη ανάσα.

Έλα να περπατήσουμε τα περασμένα

που φέρνουν οι σκιεροί επισκέπτες του κοντόβραδου.

Άνοιξη ήταν ή καλοκαίρι;

 

Εδώ ριζωμένος στη σκληρή πέτρα στάθηκα

παράλογος γεωμέτρης τ΄ ουρανού

και της θλιμμένης δυτικής ακτής.

Ήρθαν χειμώνες και χειμώνες

που έπνιξαν τα φθινοπωρινά αγριόκρινα

και ξέπλυναν τους ήλιους απ΄ το χώμα.

 

Έλα να περπατήσουμε τη δειλινή γραμμή…

Ανάμεσα όταν είχαμε να διαλέξουμε

στους δυό δρόμους, τις δυό αγκαλιές

και τις δυό θάλασσες... απομείναμε μόνοι.

 

Έλα να περπατήσουμε με το γυμνό πόδι του καλοκαιριού

τ΄ αχνάρια της αμμουδιάς

μέχρι τις αλλοτινές σπηλιές με τα χρυσά βότσαλα

και τις νυχτερίδες κουρνιασμένες.

Έλα πριν φανεί το άλλο φεγγάρι

με το ιστιοφόρο του χαράζοντας

στα δύο τη νύχτα…

 

29/3/1992

 

18. Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει

 

Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει

έτσι κι αλλιώς δεν περιμένεις τίποτα.

 

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

καθώς αλλάζει χρώματα η μέρα

κι εσύ χαμένος περπατάς ακούμπησε

το φόρτο του μεσημεριού

και γείρε κάτω απ΄ το σοφό πλατάνι

που βλάστησε μες στην ερημιά.

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

καθώς το φύσημα τ΄ αγέρα στέγνωσε

το χυμένο ποτάμι που ξέκοψε

τη μοίρα του απ΄ τη θάλασσα

κι επιστέφει στην πηγή του

να ξεδιψάσει.

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

καθώς το τραγούδι πέτρωσε

στην επανάληψη της προσμονής

για μια αγάπη που χάθηκε

για μια αγάπη που δε γύρισε

ξεχασμένη στην ανοιχτή θάλασσα.

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

καθώς ο νους βαραίνει τη σκέψη

και ψάχνει άχρηστες να βρει δικαιολογίες

μ΄ όλα τα ¨πως¨ και τα ¨γιατί¨

στων αλλονών τα λάθη.

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

καθώς στερεύει το φιλί

κι ένα αηδόνι αλλοτινό κοντάει να ξεψυχήσει…

Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…

 

Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει

έτσι κι αλλιώς κανείς δεν περιμένει.

 

9/9/1992

 

19. Τ΄ άστρα του κύκνου

 

Βαθιά χαραγμένα τώρα τ΄ άστρα του κύκνου

πάνω στα σπίτια που έπεφτε κάποτε ανάγλυφη η σκιά τους

στους άσπρους τοίχους δοκιμάζοντας σχήματα

να ζωντανέψουν την ψυχή τους.

Κι αυτή που όμορφη τότε σμιλεμένη μ΄ όνειρα

ξεπερνούσε τον ουρανό κι έσυρε χαρακιές

στην ανοιχτή παλάμη τ΄ αγοριού που δεν το έβαζαν

σε λογαριασμό οι μοίρες, πήγε χαμένη

σε φλέβες αφιλόξενες.

 

Τη μικρή Ρωξάνη βρήκα γερασμένη σ΄ ένα παλιό αρχοντικό.

Τα πράγματα που τότε αγγίξαμε -μου είπε- φυλαγμένα

στην καρδιά δεν πήγαν ανώφελα

όπως τα χρόνια ύστερα που μας κρατούσε η καλοσύνη

με τόσο μερτικό όσο κι η φλόγα της ανάμνησης

η δύναμη να μοιραζόμαστε τον πόνο του παλιού συντρόφου

και το άδικο.

Τα πράγματα που κοιτάξαμε τότε -μου είπε- ήταν μακρινά

γιατί τα φωτισμένα παράθυρα έχουν πάντα ένα κουρτινάκι

που δε σ΄ αφήνει να δεις μέσα στα σπίτια.

 

Κι ύστερα:

–       Χαμήλωσε τα μάτια να μη δεις μέσα μου…

Την αυλή να θυμάσαι κάτω απ΄ την κληματαριά

το πεζούλι με τα τριμμένα πλακάκια

την ξύλινη σκάλα που ανεβαίναμε στη ταράτσα

το μικρό παρτέρι ανθισμένο πλάι στο πλυσταριό

και τα λόγια που μιλήσαμε τότε κι ήταν αληθινά…

 

...Να θυμάσαι μ΄ ένα σερέτικο τραγούδι

τι ήταν και πως έγινε η ζωή μας.

 

13/7/1993

 

20. Είναι καιρός

 

Είναι καιρός να πηγαίνουμε

το βράδυ μας κούρασε αμίλητο

με τις φωνές που δρασκελώντας απ΄ τον άλλο κόσμο

ζητούσαν μέλη ενσάρκωσης

σαν τις αδύναμες φλόγες να τις φουντώσει ο άνεμος.

 

Ξέρω ένα μοναχικό πεύκο στη θάλασσα

ένα γυρογιάλι με νοτισμένη αμμουδιά

κι έναν απάνεμο βράχο που τα συντροφεύει.

Κάποια φορά ξενύχτησα μαζί του κουβεντιάζοντας

και το ξημέρωμα τον είδα να φεύγει κλαμένος.

 

Είναι καιρός να πηγαίνουμε

γι΄ αυτό το μοναχικό πεύκο που μας κράτησε στη σιωπή

αναζητώντας το βράχο του

γι΄ αυτό το γυρογιάλι.

 

9/9/1992

 

21. Ο μεγάλος δρόμος…

 

Η ανάσα του βουνού δε σε λυγίζει πια που κατεβαίνει

καθώς γυρίζουν σούρουπο οι βοσκοί στον κάμπο

μ΄ όλο που σε λυγάει ένα χαμόγελο, δε σε λυγίζει πια

η δροσιά του αυγερινού που χαμηλώνει ξημερώματα.

 

Μέθυσες τη ζωή διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο

για τον αθάνατο που ανασταινόταν κάθε αυγή

σ΄ έναν κόσμο κρεμασμένο απ΄ το λαιμό σου.

Μέθυσες τις δυό γυναίκες που βρέθηκαν νεκρές

στην αγκαλιά σου κι αυτό το χέρι ματωμένο πάντα

να κρατά ένα λουλούδι από ξένο κήπο.

 

Τα λόγια του βιβλίου ξεχασμένα πια σαν θες να θυμηθείς

τ΄ απογεύματα μακρινά κι οι στιγμές ανεβασμένες

στα βράχια του νοτιά με την εσπερινή φωνή

του θυμαριού στους πετρωμένους λόφους

και δε μπορείς να μιλήσεις πια σαν πρέπει

να ζητήσεις συγχώρεση.

 

Ο μεγάλος δρόμος στην αδιάβατη θάλασσα

τα μάτια της θλιμμένα κι ο άνεμος που σφυρίζει

πάνω στα φύλλα της οξιάς…

 

27-6-93

 

22. Απροσδόκητα

 

Πόσα απροσδόκητα λοιπόν ένα πρωί φέρνει στο νου:

" Τα μόνιππα του χειμώνα με τους ρυθμούς των πετάλων

απ΄ τα πέτρινα σοκάκια να χτυπούν τ΄ αδιέξοδα

και να ξαναγυρνούν τεντωμένα τόξα που πάει να σπάσουν

και τα βέλη στραμμένα να σημαδεύουν ένα λαβωμένο. "

Πόσο απροσδόκητα λοιπόν φωτιές ανάβουν τα λόγια

της γαλήνης λέγοντας: -- Θυμάμαι ακόμα…

 

Την αγκαλιά σου γύρεψα και ράγισε η πέτρινη σιωπή

γύρεψα την απόφαση της ξαστεριάς κι άνοιξαν

τα μάτια της στέρησης λέγοντας: -- Ευτυχία!

 

Την αγκαλιά σου γύρεψα και ράγισε η πέτρινη σιωπή.

 

10/9/1992

 

23. Συγκομιδή

 

Ακούγεται από μακριά το κάρο του χρόνου φορτωμένο δρεπάνια.

Πίσω απ΄ τα χάι και τα χούι των αλόγων

μια συντροφιά π΄ ακολουθεί με τραγούδια

φέρνει το μαντάτο της συγκομιδής.

 

Υπάρχει στιγμή που αποδεχόμαστε τη σημασία της συγνώμης

και μαθαίνουμε το αδόκητο ριζικό μας

σαν το αναπόφευγο του ανοιγμένου τριαντάφυλλου

στη βορά των ανέμων;

 

Κάποτε με επίσημα κοστούμια μας ευλόγησαν

φτιασιδωμένη από ευχές έγινε βαριά η ευδοκία

να μας κρατήσει στα όρια της οφειλής.

Μ΄ αυτά τα κοστούμια επίσημα που καρτερούμε πάντα

μια εποχή ,μια χρονολογία κι ένα τέλος στην ¨ευτυχία¨ .

 

23/4/1993

 

24. Κρύα σιωπή

 

Το άλλο πρόσωπο που κοιτούσες στον καθρέφτη

σαν ήρθε ο καιρός να σβηστούν τα ίχνη

αλλάζοντας σεντόνια στο κρεβάτι που αφήσαμε

πέρασε μέσα απ΄ τα είδωλο σπάζοντας το γυαλί.

Σ΄ αυτό το συναπάντημα ματώσαμε

μα το αίμα μάταιο δε μας αντάμειψε.

Στο αναποδογύρισμα του καιρού το κουρασμένο φιλί

ακολουθά το ψέμα ρίχνοντας πίσω μαύρη πέτρα

την κρύα σιωπή απ΄ τα παγωμένα χείλη.

 

Κύκλοι μιας φυλακής παντοτινοί μας ζώνουν

κι ανάμεσο τους τούτο το αποψινό αγέρι που σε ψάχνει:

 

– Εδώ που ακούστηκε η φωνή να καλπάζει

πάνω στ΄ αγκαλιασμένα κορμιά, σ΄ αυτό τ΄ αλώνι

μαστιγώνει ο βοριάς το χέρι που κράτησε

τον αναστεναγμό μες στην αλμύρα του ιδρώτα!

 

19/6/1993

 

25. Λίγο κουράγιο ακόμα

 

Μέθη του πόθου με το λιόγερμα ανθισμένο

την ώρα της λατρείας με τη μοναξιά

στα δεξιά της και την παγωμένη αγκαλιά

στην άλλη άκρη της θάλασσας.

 

Ότι είχαμε να ζήσουμε το ζήσαμε.

 

Δες πως γαλήνεψε ο ουρανός και πως φέγγει

κείνο το μακρινό άστρο

που δεν έμαθες ποτέ τ΄ όνομα του.

Μια φωτεινή γραμμή ξεδίπλωσε ο ήλιος

στο γέρμα του που σιγοσβήνει.

Στο βαθύ ορίζοντα σε λίγο

το νιό φεγγάρι θα σου στεφανώσει το γυμνό κορμί.

 

Λίγο κουράγιο ακόμα και θα φτάσουμε στο τέλος.

 

27/3/1992

 

ΔΙΑΔΡΟΜΗ  ΙΙ

 

Νύχτωσε κι απόψε. Έλα να θάψουμε μαζί

τ΄ απομεινάρια της τροχιάς του ήλιου.

 

Δε μ΄ ακούς; … Σε σένα μιλάω!

 

 

 

26. Νύχτωσε κι απόψε

 

Παλιά μεράκια ξεχασμένα ξυπνάει ο πόθος.

Πάνω στο δώμα οι σκιές των πεπρωμένων

πετρωμένες αντιστέκονται όπως ζυγιάζει

το βάρος του καιρού διπλό και τρίδιπλο

μες στη γυμνή αγκαλιά κι ερημώνεται το σώμα.

 

Πολλά τα λόγια τα πικρά όπου μιλήσαμε

σβήστηκε ο φάρος των ματιών

κλείσαν τα βλέφαρα κι έπεσε ο κόσμος

κρύο γυαλί μες στα σκοτάδια.

Νύχτωσε κι απόψε. Καληνύχτα …

Το φως παντρεύεται τ΄ άλλο ημισφαίριο του πλανήτη

και μια σιγή χλωμή που φτάνει μας παρασέρνει

αθόρυβη στ΄ άγρυπνα βράδια της μετρημένης μας ζωής.

 

Τότε στη ρέμβη της ανοιχτής θάλασσας

αγαπήσαμε το κύμα αγριεμένο απ΄ τον άνεμο.

Τώρα βαθαίνει η πληγή σ΄ αυτή τη μνήμη

στης σιγαλιάς παραδομένοι το ανάθεμα

σαν πέφτει η νύχτα στ΄ άχαρα βράδια

της μοιρασμένης μας ζωής.

 

Νύχτωσε κι απόψε. Που θα φανείς;

 

Μέσα στο σούρουπο έπιασε βροχή και βάλτωσε το μονοπάτι

νωπά τ΄ αχνάρια της νοτισμένης γης

καθώς στεγνώνουνε μένουμε πάλι μοναχοί

μες στη σιωπή χλωμή που φτάνει

και παραστέκει αθόρυβη τ΄ άγρυπνα βράδια

της προδομένης μας ψυχής.

 

18/12/1992

 

27. Επιθυμία

 

Θά΄ θελα αυτοί οι στίχοι τροχισμένοι σ΄ άλλα ακόνια

να μπορούσαν να τραγουδήσουν πιο καθαρό τον ήλιο

κι αυτά τα χέρια φορτωμένα με λιγότερο σκοτάδι

να τρυγούσαν με το λεπτό εαρινό τους δρεπάνι

τον καιρό και το άσπρο χαρτί να πλημμυρίσει από ζωή.

Όπως φτάνει ένα μόνο λουλούδι ή μια πεταλούδα

για νά΄ χει ο κόσμος όλος δικαιωθεί

με τα ρεμβαστικά σούρουπα σηκώνοντας ελαφριά

τον κόπο της μέρας σ΄ ένα υποδειγματικό καλησπέρισμα.

Θά΄ θελα να μπορούσα να κρύψω τούτη την αλλαγή

μ΄ ένα ταπεινό ψέμα και τα μάταια χρόνια δικαιολογώντας

ν΄ αδειάσω την ψυχή απ΄ το μεγάλο της φορτίο

καθώς ξεφορτώνουν στα πρωινά λιμάνια άδεια κασόνια με υποσχέσεις

και τρίζουν οι τροχαλίες απ΄ το ασήκωτο βάρος τους.

 

Θά΄ θελα να ξανακούσω εκείνο το καρδιοχτύπι

που γεμάτο εμπιστοσύνη άνοιγε φτερά στα πλατύφυλλα

για να μπορέσω να ξανακοιτάξω μια σελήνη

χωρίς τα παλιά άστρα να τρυπάνε την καρδιά μου.

Θά΄ θελα μ΄ έναν απαλό λόγο να ζεστάνω το πληγωμένο σπουργίτι

που ξαπόμεινε χωρίς φωλιά στην παγωνιά του δρόμου

διώχνοντας τα χιόνια απ΄ τις αδύναμες φτερούγες του

και να το δω να ξαναπετάει στον ανοιξιάτικο ουρανό.

Θά΄ θελα γυρνώντας τους δείχτες του χρόνου

να σταματήσω τον καιρό ακριβώς στη στιγμή

που ένας σπόρος ανοίγει και σκαρίζει η ζωή

για να κλείσω τα μάτια μου στην αλήθεια.

 

6/7/1993

 

28. Προσωπικός αντίλογος

 

Με είπαν τραγουδοποιό απόψε οι στίχοι μου

ίσως γιατί τους έχω πικράνει

με την αχανή ελλειπτική τροχιά που τους πλάθω.

Δεν ξέρω αν ήθελαν να με προσβάλουν

όπως δεν ξέρω αν θα τους πρόσβαλα κι εγώ

λέγοντας τους πόσο πόθησα να φτιάξω

ένα απλό τραγούδι στη ζωή μου

και πόσο δύσκολο μου φαίνεται τώρα

που η απλότητα τ΄ ουρανού έγινε μια φύση μετέωρη

που όσο κι αν τη λέω γαλάζια

διατηρείται κατακόκκινη

στην ευκρίνεια των στοχασμών μου.

 

23/10/1992

 

29. Αλλαγή

 

Άλλοτε θα έφτανε κάτι απ΄ αυτό το πλούσιο απόγευμα

του Ιούλη. Ένα μονόκαννο στ΄ ανοιχτά ή

μια χλιαρή διαμαρτυρία για τον νερωμένο καφέ στο καφενείο.

Κι όμως χωρίσαμε χωρίς ένα αντίο και φύγαμε

μέσα σε τόση σιωπή που δεν καταλάβαινες

γιατί βουβάθηκαν τα πουλιά.

Κάποτε θα ήταν αλλιώς. Θα σου έκοβα ένα γαρίφαλο

απ΄ το δημοτικό παρτέρι ,θα σου έσφιγγα δυνατά το χέρι

και θα σου φορούσα ένα χαμόγελο τόσο ευρύχωρο

που θα σεργιάνιζες μέσα του γυμνή όπως το ψάρι

στην απλοχωριά της θάλασσας.

Κάποτε θα ήταν αλλιώς μόνο που τώρα

μας πρόλαβε ο καιρός και το άλλαξε.

 

24/7/1993

 

30. Ο πέτρινος άνθρωπος

 

Πέτρινε άνθρωπε της μοναξιάς δε λυγάς

δρόμος της μοίρας σου ένα λεπτό δρεπάνι

θερίζοντας φεγγάρια ανοίγει νυχτερινά μονοπάτια

να κατεβαίνουν τ΄ άστρα στ΄ ακροπέλαγο.

 

Εδώ που σταμάτησε ο ουρανός ν΄ ανασαίνει

άκουσα τη σιωπή των σπλάχνων σου όπως το κύμα.

Εδώ που σταμάτησαν οι ηλιόμυλοι

άκουσα τη χαραυγή να χορεύει μέσα σου.

Εδώ πέτρινε άνθρωπε την ώρα που μάνιαζε η θύμηση

σε κοιμήθηκα μες στη δίνη της φωνής σου.

 

Εδώ που σταμάτησε ο ουρανός

κι ακούστηκε η σιωπή πελώρια κραυγή  αβύσσου.

 

4/5/1993

 

31. Μόλις χτες

 

Κοιτάζεις το αναμμένο λυχνάρι και βυθίζει το φως.

Οι κύκνοι που καμαρώσαμε δε μας ανήκουν.

Η γραμμή του λόφου κάτω απ΄ το βραδινό φεγγάρι

σβήνει βουβή στα μηνύματα που φτάνουν κατοπινά.

 

Κι όμως μόλις χτες σ΄ αυτή τη στάση του λόφου

είδες πίσω απ΄ τις γραμμές του τη νύχτα να τσακίζει

τα χέρια της κρεμασμένα στον άνεμο

δικά της τα λόγια που ριγούσαν οι πορτοκαλιές

στ΄ αγκάλιασμα της βροχής.

Κι όμως μόλις χτες σ΄ αυτή τη χάση του φεγγαριού

ορκίστηκες μες στο παραμιλητό σου να μην ξαναβραδιάσεις

σε ξένους κλώνους.

Η λάμψη της χαραυγής σκληρή σαν μοίρα

στο ανώνυμο πλήθος των σκιών τυλίγει τους όρκους

διώχνει το φως άπιστο το αστέρι της γαλήνης

ο ρυθμός των φτερών τη δροσιά της βροχής

και της άνοιξης χρώματα μια καρδιά αιμορραγεί.

 

18/12/1992

 

32. Απολόγιο

 

Θά΄ θελα να πω πόσες φορές ο χαρισματικός λόγος

έγινε σηματωρός στο τελείωμα της μέρας

κι έστερξε ο λογισμός ν΄ αποτινάξει

μέσα απ΄ το μικρούλι του κοχύλι

μια ολάκερη βαρυχειμωνιά με τους γυλιούς και τους χιτώνες της.

Θά΄ θελα ακόμα να πω τις φορές που ένας ροδαμός

μου κράτησε το βλέμμα στην αστροφεγγιά

κι απ΄ τα κουδουνάκια της νύχτας στάλαξε μεθυστική ηχώ

κι έγινε η ψυχή μου ένα γιορτινό γιοφύρι ν΄ ανοίξει ο δρόμος

στη φτωχή μου σάρκα να περάσει στην άλλη της όχθη.

Τις περισσότερες νύχτες μου που δεν πήγανε χαμένες

αλλά στρωθήκανε ανάμεσα σε μένα και σ΄ όσα

μου δόθηκαν λυτρωμένα απ΄ τα τυραννικά τους φτιασίδια.

 

Γι΄ αυτό το άκουσμα του αναφιλητού που δεν ήταν από ένα στόμα

αλλά από χείλη γυμνά απ΄ την ασχήμια

δενόταν σ΄ ένα φιλί και με κρατούσαν στην ηδονή τους

καυτά φιλιά τα νοήματα του κόσμου

που έπεφταν από παντού.

 

23/4/1993

 

33. Ζοφερή του φθινόπωρου

 

Μπορεί να έμαθες τις εποχές των δέντρων τα ίδια όμως

ποτέ δεν τα κέρδισες γιατί ποτέ δεν τους στάθηκες.

Με τους αέρηδες που αγκυροβολούσαν στους κορμούς τους

πετροχελίδονα και με τις πράσινες φωνές τους

που οι φυλλωσιές αποτίναζαν την αιθάλη του χειμώνα

έγινες κατασχέτης των γυμνών κλώνων.

Ζοφερή του φθινόπωρου και κατάστερη έλαμψε

η αρματωσιά σου

και βούλιαξε στο βαθύ πηγάδι σαν τραγικό λιθάρι.

Μες στη φλέβα του κάρβουνου η μαρμαρυγή σου

αιχμηρό λεπίδι της δισχιδής σου καρδιάς στην άκρη του κόσμου.

 

Άραγε θα σου δοθεί ποτέ πρόκριτη η θάλασσα

στεριώνοντας στο κορμί της τη γαλανή της σκάλα

ν΄ ανέβεις τους θυμούς της θύελλας

στα ασημί της που λάμνουν φτερά

και με το δριμύ τους δρεπάνι να θερίσεις

την αμαρτία που ξεπέρασε τα σύννεφα;

 

Μπορεί να μίλησες τις ενοχές των καρπών τη δική σου όμως

κρυφή την κράτησες. Πρόθυμος ήλιος

δεν προσπέρασε τα σύνορα των ματιών σου

με την πικρή προσμονή σου στη φλέβα του κάρβουνου

και το νόημα του κόσμου αιχμηρό λεπίδι

στη δισχιδή σου καρδιά την κατάστερη.

 

19/12/1992

 

34. Πολύ αργά

 

Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω

ο κόσμος όπου λάτρεψα σκοτείνιασε εδώ

η μολυβιά που έσβησε τον ήλιο του κορμιού σου

βάρυνε την ανασαιμιά της θύμησης και με πληγώνει.

 

Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.

Τα χέρια μου ρωτούν χωρίς απόκριση

που πήγες και γιατί

φωτιές της νύχτας ήρθανε

τα μαύρα χελιδόνια με τα μηνύματα της λησμονιάς

και τά΄ ριξαν νεκρά μέσα στη θάλασσα.

 

Όχι ,δε θέλω να σε θυμάμαι.

Καθώς τριγύρω φτερουγίζει η άνοιξη γέρμα τ΄ Απρίλη

μια χαρακιά στα χείλη μου βαραίνει το φιλί σου

κι η πέτρα που μου χάρισες τυφλή με το΄ να μάτι

με κοιτάζει απορημένη.

 

Όχι ,δε θέλω να σε θυμάμαι.

Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω

την Τρίτη άνοιξη της ερημιάς.

 

27/4/1992

 

35. Άβατη ψυχή

 

Κάποτε ξαναγίνεται συνοδοιπόρος το σούρουπο

η λησμονιά ανακρούοντας το χαμένο δρόμο

πριν ξαναπέσει το σκοτάδι μ΄ ένα γυάλινο αστέρι.

Άνθρωπε που διάβασες τα μάτια της

πίσω απ΄ τα όρια του χρόνου είδες το μέλλον

στο αρνητικό του εαυτού σου το πεπρωμένο

μιας δύσης αλλοτριωμένης που έγραψε τις λέξεις της

μια κονδυλιά πάνω στο πορφυρή της προσμονής.

 

Η άβατη ψυχή της πίκρας σταλάζει μνήμες αδέσποτες

βουτώντας στα περασμένα για το σάρκινο φιλί

που σαν πέρασε το καλοκαίρι με τον μεγάλο συντροφικό ήλιο

μέσα στο πέλαγος του φθινοπώρου βύθισε.

 

3/10/1992

 

36. Περιμένοντας είδηση

 

Πριν ακόμα νυχτώσει στο παραλιακό το καφενείο

οι ερωτευμένοι κρατιούνται απ΄ το χέρι

και σιγοκουβεντιάζουν.

Κρυφοπετούν θαλασσοπούλια φιλιά αντίπρυμνα

όπου βουτούν κι αναρριχιούνται πάλι και πάλι.

Ψαράδες τραγουδούν στο ντόκο ποστιάζοντας δίχτυα

κι ο γέρο σκύλος του καφετζή βαριεστημένος

ανασηκώνει την ουρά του.

 

Πέρασε ο ταχυδρόμος περαστικός πηγαίνοντας σπίτι του

με μια σακούλα απ΄ το ζαχαροπλαστείο.

Κανένα μήνυμα… κι ας έχει κιόλας νυχτώσει.

 

3/10/1992

 

37. Για ποιόν

 

Για ποιόν αλλάζει εδώ η νύχτα

όταν υπομονετική αράχνη βγαίνει

απ΄ τ΄ αόρατο σεντούκι της κι απλώνει δίχτυ;

Για τα κατευνασμένα πάθη ποιος ξεβραδιάζει

σε τόνους χαμηλούς ή γλώσσες

ψιθύρων νοσταλγικές  της λησμονιάς

το στόμα ποιος υποδέχεται όταν χλωμό

το φεγγάρι σημαδεύει βαθιά μεσάνυχτα

κι αυτή την ανάσα -σαν πως πάει κάποιος να ξεψυχήσει-

ποιος την κρατεί και που τη σβήνει στην αγκαλιά του;

 

Κι έπειτα μ΄ ένα χάρτινο τάλιρο παλιό

και τη τιμή του εξαργυρωμένη σ΄ άλλους καιρούς

γιατί εύκολα πουλιέται το φεγγάρι

σαν το σταματημένο αίμα κάνει να ξεκινήσει

και πέφτει μες στο σκοτάδι η καρδιά;

Κι αυτός ο άνθρωπος, πάμπτωχος, με μοναδικό βιός

ένα μεγάλο μπάλωμα στο πρόσωπο

τι ψηλαφεί στον κόρφο της πέτρινης αράχνης

κι ένας συρμός ίδιος αγκάλιασμα ερπετού

κι ένα σφύριγμα βαρύ που μάχεται να ελευθερωθεί

σου φέρνει ανατριχίλα;

 

17/9/1992

 

38. Χαθήκαμε είπες

 

Έγινε η θάλασσα κυρίαρχη, ο ουρανός βαθυστόχαστος,

στην αυλή  έπεσαν τα σταφύλια. Αργήσαμε είπες

κι έπιασε δυνατό αγέρι κατά τα μεσάνυχτα.

 

Σκελετωμένη νύχτα. Φαντάσματα ,φύλλα μαραγκιασμένα,

το ερημωμένο σπίτι κι οι δρόμοι γυμνοί ξωπίσω σου

μέχρι το ποτάμι. Νεράιδες χορεύουν και ξωτικά.

Μια βγάζει το αστρικό της φόρεμα, το χτενάκι

απ΄ τα μαλλιά, γονατίζει, λούζεται στη σκοτεινή κοίτη

και γίνονται κατακόκκινα τα νερά.

Ραγισμένα όνειρα, χρησμοί, δαιμονικά. Δεν καταλαβαίνεις.

 

Αιμοσταγής πάνουθε σου ο ουρανός. Δεν αποφασίζεις.

Κατεβαίνεις το χιονισμένο μονοπάτι, μια βαθιά χαρακιά

στα πλευρά του βουνού, καμένα δέντρα της θύελλας

και το τσακάλι πιασμένο στην παγίδα σ΄ ακολουθούν.

Αν σταματήσεις θα σε κυκλώσουν τα σύννεφα

θα χλομιάσει ο ήλιος και τα νερά στοιχειωμένα θα σε πνίξουν.

 

Έγινε η θάλασσα κατακόκκινη, ο ουρανός βούρκωσε,

στην αυλή σάπισαν τα σταφύλια. Χαθήκαμε είπες

κι έπεσε δυνατή βροχή κατά τα μεσάνυχτα.

 

8/11/1992

 

39. Μην ξεχαστείς

 

Βράδυ που ημερώνει η στιγμή κι όλα υποτροπιάζουν

σαν ανοίγεις το παράθυρο να σε χτυπήσουν οι αστερισμοί

ζήτησες του αδικημένου το θυμό σ΄ έναν ευωδιάζοντα υάκινθο.

 

Μα μην ξεχαστείς:

Μια εκθαμβωτική χαραυγή

θα φτάσουν οι ψυχαμοιβοί με πανοπλίες

σταυροφόροι και θα εκπορθηθεί η ψυχή σου.

 

Ότι σου έμαθαν να θυμάσαι ήταν σαν το τίμιο ξύλο

πολύτιμο μα αβέβαια αληθινό.

Κι όλα αυτά τα τραγούδια σου τόσο μοναχικά

με ξάρτια και πανιά κομμάτια σου παλιά

που λάμνουν τα κουπιά σαν περισυλλογή

ήταν για να υπομείνει η ψυχή σου.

 

Ότι σου έδωσαν να θυμάσαι, δεν ήταν δικό σου!

 

30/7/1993